
To Zeppelin Staaken R.VI υπήρξε το πλέον επιτυχημένο γερμανικό βαρύ βομβαρδιστικό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη από τα τέλη του 1914 η γερμανική διοίκηση ζήτησε ένα βομβαρδιστικό αεροσκάφος αρκετά δυνατό και με μεγάλη ακτίνα δράσης ώστε να μπορεί να πλήττει στόχους στη Βρετανία. Η Zeppelin που ειδικευόταν στα αερόπλοια αποδέχτηκε την πρόκληση και άρχισε να σχεδιάζει και βαριά, για την εποχή, βομβαρδιστικά αεροσκάφη.
Ο διάσημος Φερδινάνδος φον Τσέπελιν υιοθέτησε το όραμα και τον Απρίλιο του 1915 παρουσιάστηκε το πρώτο δημιούργημα της κοινοπραξίας Versuchsbau Gotha-Ost (VGO), το VGO 1. To εν λόγω αεροσκάφος διέθετε τρεις (αργότερα πέντε) κινητήρες Maybach Zeppelin, είχε εκπέτασμα 42,2 μ. και χρησιμοποιήθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο μέχρι την καταστροφή του. Αργότερα κατασκευάστηκαν άλλα τρία πρωτότυπα VGO. Το 1916 οι εργασίες μεταφέρθηκαν στις εγκαταστάσεις της Zeppelin Staaken Werke. Εκεί το φθινόπωρο του 1916 παρουσιάστηκαν τα πρωτότυπα Zeppelin-Staaken R.V, R.VI, και R.VII.
Τεχνικά χαρακτηριστικά – επιδόσεις
Τελικά επελέγη το R.VI. Το αεροσκάφος ήταν πραγματικά τεράστιο και βαρύ για τα δεδομένα της εποχής διπλάνο βομβαρδιστικό. Είχε μήκος 22,1 μ. άνοιγμα πτερύγων 42,2 μ. ύψος 6,3 μ. και πλήρωμα 7-10 ανδρών ανάλογα με την έκδοση. Προωθείτο από τέσσερις υδρόψυκτους εξακύλινδρους κινητήρες Mercedes-D IVa ισχύος 260 HP που του προσέδιδαν μέγιστη ταχύτητα 135 χ.α.ω. ή από τέσσερις Maybach Mb.IV των 245 ΗΡ. Μπορούσε να μεταφέρει εσωτερικά βόμβες βάρους έως 2.000 κιλών ενώ ο αμυντικός του οπλισμός αποτελείτο από 4 πολυβόλα MG08/15 των 7,91 χλστ. Η επιχειρησιακή οροφή έφτανε τα 4.350 μ. Είχε ακτίνα ενεργείας 800 χλμ. Κατασκευάστηκαν μόνο 18 αεροσκάφη και ένα υδροπλάνο το οποίο και καταστράφηκε στις δοκιμές.
Επιχειρησιακή δράση
Τα 18 βομβαρδιστικά εντάχθηκαν ανά εννέα σε δύο μοίρες “γιγαντιαίων βομβαρδιστικών” την Riesenflugzeug-Abteilung 500 (Rfa 500) και την 501 (Rfa 501). Το πρώτο αεροσκάφος παραδόθηκε στην 501η Μοίρα στα τέλη Ιουνίου του 1917. Μαζί με άλλα δύο αεροσκάφη του τύπου η μοίρα έλαβε το βάπτισμα του πυρός στο Ανατολικό Μέτωπο εκτελώντας νυκτερινές επιδρομές κατά ρωσικών στόχων. Τον Σεπτέμβριο του 1917 η 501η Μοίρα μεταστάθμευσε στη Γάνδη του Βελγίου από όπου θα εκτελούσε αποστολές κατά βρετανικών και γαλλικών στόχων. Η 500η Μοίρα αναπτύχθηκε επίσης στην Καστίν, στο κατεχόμενο, τότε, από τους Γερμανούς τμήμα της Γαλλίας με κύρια αποστολή τα πλήγματα κατά γαλλικών αεροδρομίων και στρατηγικών στόχων.
Οι Γερμανοί είχαν βομβαρδίσει στόχους στη Βρετανία και ειδικότερα στο Λονδίνο κυρίως με αερόπλοια. Από τον Μάιο του 1917 όμως εξαπέλυσαν την Επιχείρηση “Türkenkreuz” χρησιμοποιώντας βομβαρδιστικά προκαλώντας πραγματικό πανικό στους Βρετανούς πολίτες. Σταδιακά οι Βρετανοί ενίσχυσαν την αντιαεροπορική τους άμυνα και οι Γερμανοί στράφηκαν στις νυκτερινές επιδρομές. Τα γερμανικά ιπτάμενα μεγαθήρια εκτέλεσαν 52 αποστολές κατά της Βρετανίας εξαπολύοντας συνολικά 27.190 κιλά βομβών.
Η πρώτη επιδρομή των R.VI κατά της Βρετανίας εκτελέστηκε τη νύκτα της 28ης Σεπτεμβρίου 1917. Συμμετείχαν σε αυτή δύο μόλις R.VI μαζί με 25 ακόμα βομβαρδιστικά Gotha. Λόγω κακοκαιρίας τα περισσότερα αεροσκάφη έχασαν τους στόχους τους. Τα δύο R.VI έριξαν επιτυχώς τις βόμβες τους. Ακολούθησαν μεμονωμένες επιδρομές των R.VI κατά του Λονδίνου. Κάθε τέτοια επιδρομή κάλυπτε απόσταση 550 χλμ. περίπου και διαρκούσε περί τις 7 ώρες. Κανένα R.VI δεν χάθηκε στις επιδρομές αυτές από τη βρετανική αεράμυνα αλλά δύο συνετρίβησαν κατά την επιστροφή στη βάση τους.
Τα αεροσκάφη ήταν ιδιαίτερα στιβαρά, ειδικά για τα δεδομένα της εποχής. Ένα μάλιστα επέζησε της πρόσκρουσης σε αερόστατο της βρετανικής αντιαεροπορικής άμυνας. Μόνο δύο R.VI κατερρίφθησαν από βρετανικά καταδιωκτικά. Τα περισσότερα καταστράφηκαν σε ατυχήματα/δυστυχήματα κατά τις νυκτερινές απο-προσγειώσεις. Ένα κατέπεσε όταν πάγωσαν οι αγωγοί μεταφοράς καυσίμων πάνω από τη Μάγχη. Έξι αεροσκάφη επέζησαν του πολέμου. Τα R.VI ήταν τα μόνα γερμανικά βομβαρδιστικά του Α’ Παγκοσμίου που μπορούσαν να μεταφέρουν τις θηριώδεις βόμβες των 1.000 κιλών.
Το στρατηγικό αποτέλεσμα των γερμανικών επιδρομών είπε με αερόπλοια, είτε με βαριά βομβαρδιστικά ήταν μηδαμινό. Ωστόσο οι επιδρομές, ειδικά των αεροσκαφών που ήταν εξαιρετικά δύσκολα ανασχαίσιμες, απασχόλησαν σημαντικές βρετανικές δυνάμεις, “δένοντάς” τις στο βρετανικό έδαφος, οι οποίες διαφορετικά θα μπορούσαν να έχουν αναπτυχθεί στο Δυτικό Μέτωπο. Επίσης ο ψυχολογικός αντίκτυπος των επιδρομών ήταν σημαντικός και σίγουρα αντιστρόφως ανάλογος του πραγματικού τους αποτελέσματός.
Τα γερμανικά αεροσκάφη δεν μπορούσαν εύκολα να αναχαιτιστούν δε διότι όταν έφταναν πάνω από το βρετανικό έδαφος πετούσαν ήδη στη μέγιστη οροφή τους. Για να φτάσουν τα βρετανικά καταδιωκτικά της εποχής να φτάσουν στο ύψος πτήσης των βομβαρδιστικών χρειαζόταν αρκετό χρόνο και συνήθως όταν ανέβαιναν αρκετά ψηλά τα γερμανικά αεροσκάφη είχαν πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Τα δε καταδιωκτικά δύσκολα μπορούσαν να ακολουθήσουν λόγω μικρής ακτίνας ενεργείας και ανυπαρξίας οποιουδήποτε μηχανισμού εντοπισμού.