
Ο Τριακονταετής Πόλεμος (1618-48) υπήρξε ένας από τους καταστροφικότερους στην παγκόσμια ιστορία. Ο στρατός των Αψβούργων πολέμησε σκληρά στην σύγκρουση αυτή. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ακόμα τακτικά στρατεύματα, με την σημερινή τουλάχιστον έννοια του όρου, οι στρατοί συγκροτούντο κατά τη διάρκεια των πολέμων και διαλύονταν με το πέρας τους.
Αυτή η πρακτική ίσχυε και για τον Στρατό των Αψβούργων. Όπως όλοι οι ευρωπαϊκοί στρατοί της εποχής ο στρατός αποτελείτο από τα όπλα του ιππικού, του πεζικού και του πυροβολικού.
Το πεζικό δεν ήταν ακόμα, εκείνη την περίοδο, το όπλο κρίσης του αγώνα. Τον ρόλο αυτό κατείχε ακόμα το ιππικό, αλλά συνεχώς περιοριζόμενο. Το πεζικό με την αύξηση της αναλογίας πυροβόλων όπλων στις τάξεις του κέρδιζε ημέρα με την ημέρα αυξημένο ρόλο στο πεδίο των μαχών. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια του Τριακονταετούς Πολέμου η σύνθεση, η οργάνωση και η τακτική χρήση του Αυτοκρατορικού πεζικού άλλαξε άρδην.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος βασικός σχηματισμός μάχης του πεζικού ήταν το τέρθιο. Ήταν ένας συμπαγής μικτός σχηματισμός με άνδρες οπλισμένους με μουσκέτα και σάρισσες σε αναλογία 1:1 έως 3:2 που τάσσονταν σε βάθος έως 50 ζυγών με τους σαρισσοφόρους στο κέντρο και τους μουσκετοφόρους στις πτέρυγες ή στις τέσσερις «γωνίες» της φάλαγγας των σαρισσοφόρων.
Το κάθε τέρθιο ισοδυναμούσε με σύνταγμα και συγκροτείτο από 10 λόχους έκαστος των οποίων είχε δύναμη έως και 300 άνδρες. Ένας μικρός αριθμός ανδρών ήταν οπλισμένοι με λογχοδρέπανα.
Οι μουσκετοφόροι τάσσονταν σε σχηματισμό βάθους έως 10 ζυγών και έβαλαν κατά εναλλασσόμενους ζυγούς, οπλισμένοι με μουσκέτο με σύστημα πυροδότησης με φιτίλι. Για λόγους ασφαλείας μεταξύ του κάθε μουσκετοφόρου αφηνόταν κενό εύρους 1 μ. περίπου.
Σε περίπτωση εφόδου εχθρικού ιππικού εναντίον τους οι σαρισσοφόροι σχημάτιζαν ένα είδος κινούμενου τετραγώνου. Οι μουσκετοφόροι κατέφευγαν υπό την προστασία των σαρισσών, διατηρώντας την ικανότητα βολής.
Οι συμπαγείς όμως αυτοί μονολιθικοί σχηματισμοί αποτελούσαν ιδανικό στόχο για τα εχθρικά πυρά και κυρίως για το πυροβολικό. Έτσι σταδιακά τα αυτοκρατορικά τέρθιο έγιναν μικρότερα και «ελαφρύτερα», με μέση δύναμη 1.500 ανδρών, αντιγράφοντας τις ολλανδικές και σουηδικές ταξιαρχίες πεζικού, κατά κάποιο τρόπο.
Τα τέρθιο του διάσημου στρατηγού Γιόχαν Τσέρκλαες φον Τίλι που αντιμετώπισαν τους Σουηδούς στο Μπράιντεφελντ το 1631 διέθεταν μουσκετοφόρους και σαρισσοφόρους σε αναλογία 2:1 και είχαν μέση δύναμη περί τους 1.500 άνδρες. Παρά τις ήττες από τους Σουηδούς πάντως το αυτοκρατορικό πεζικό ουδέποτε υιοθέτησε, ακριβώς, το σουηδικό υπόδειγμα.
Οι μουσκετοφόροι της εποχής έφεραν βαρύ μουσκέτο που πυροδοτείτο με φιτίλι. Ήταν ένα βαρύ όπλο που απαιτείτο κατά τη βολή να στηρίζεται σε ειδικό στήριγμα. Στα τέλη της περιόδου όμως χρησιμοποιήθηκαν και ελαφρύτερα υποδείγματα που δεν χρειαζόταν στήριγμα.
Οι μουσκετοφόροι έφεραν συνήθως χοντρό δερμάτινο χιτώνιο, χωρίς μανίκια, που προστάτευε από πλήγματα ξίφους. Χιαστί έφεραν τον τελαμώνα όπου φέρονταν οι προπαρασκευασμένες βολές (σφαίρα και πυρίτιδα στην σωστή αναλογία) και ένα ίσο, μακρύ σπαθί. Συνήθως έφεραν και εγχειρίδιο.
Οι σαρισσοφόροι έφεραν θωράκιση 1/2 (εμπρόσθιο και οπίσθιο ημιθωράκιο), ή 3/4 (ως ανωτέρω με επιπλέον θωράκια για τους μηρούς και τα μπράτσα), ή απλώς ένα δερμάτινο χιτώνιο όπως οι μουσκετοφόροι. Οι σαρισσοφόροι έφεραν επίσης κράνος και σπαθί. Κάθε λόχος έφερε σημαία και συγκροτείτο από μουσκετοφόρους και σαρισσοφόρους. Ωστόσο στη μάχη οι σαρισσοφόροι συγκεντρώνονταν στο κέντρο και οι μουσκετοφόροι στις πτέρυγες του σχηματισμού.
Οι υπαξιωματικοί και οι αξιωματικοί έφεραν σπαθί και λογχοδρέπανο ή δορυδρέπανο, αντίστοιχα και υφασμάτινες ζώνες ενδεικτικές του αξιώματός τους. Στολές με την σημερινή έννοια δεν υπήρχαν. Κάθε σύνταγμα – τέρθιο μπορούσε να έχει χιτώνια διαφόρων χρωμάτων. Ωστόσο τα κυρίαρχα χρώματα ήταν το κόκκινο, αυτό της ώχρας και το βαθύ κόκκινο.
Στη μάχη κατά αντιπάλου πεζικού οι μουσκετοφόροι αναλάμβαναν να εξασθενήσουν τον αντίπαλο με τα πυρά τους. Κατόπιν εξορμούσαν οι σαρισσοφόροι κρίνοντας το αποτέλεσμα.