
O Τριακονταετής Πόλεμος υπήρξε μια από τις φονικότερες πολεμικές συγκρούσεις στην Ιστορία μα ανθρώπινες απώλειες εφάμιλλες του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, της τάξης των 8 εκ. ψυχών. Ο πόλεμος χαρακτηρίζεται από ορισμένους «θρησκευτικής» σύγκρουση μεταξύ ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών, αλλά μόνο έτσι δεν ήταν. Όπως όλοι οι πόλεμοι, έτσι και αυτός – κατά την ερμηνεία του Κλαούζεβιτς – δεν ήταν παρά μια σύγκρουση αντιπάλων πολιτικών με άλλα μέσα… με στόχο την εξασθένιση της ισχύος των Αψβούργων.
Ο πόλεμος διεξήχθη σε διάφορες φάσεις, αλλά οι αρχικές επιτυχίες των Αψβούργων ανατράπηκαν από την επέμβαση του Σουηδού βασιλιά Γουστάβου Αδόλφου και του υπέροχου στρατού του. Παρά τον θάνατο του βασιλιά τους οι Σουηδοί, με γαλλικό (ρωμαιοκαθολικό… κατά ρωμαιοκαθολικών) χρυσάφι συνέχισαν τον πόλεμο προκαλώντας τον τρόμο στους αντιπάλους τους. Ωστόσο ο σχεδόν αήττητος μέχρι το 1634 στρατός του σουηδικού βασιλείου (πολλοί άνδρες του ήταν Γερμανοί μισθοφόροι, αλλά και Σκώτοι) όταν υπέστη την βαρύτερη ήττα του που θα τον είχε θέσει εκτός πολέμου οριστικά αν δεν υπήρχε το γαλλικό χρήμα.
Ελιγμοί και δυνάμεις
Μετά τη νίκη στους στο Λίτσεν (1632) που όμως στους στοίχισε τον βασιλιά τους οι Σουηδοί είχαν αποδιοργανωθεί. Τελικά όμως το 1634 μαζί με γερμανικές προτεσταντικές δυνάμεις (Στρατιά Σουαβίας και Στρατιά Φραγκονίας) υπό τον Σουηδό (Φινλανδικής καταγωγής) στρατηγό Γκούσταβ Χορν και τον πρίγκιπα Μπέρναρντ του Σαξ Βάιμαρ, αντίστοιχα, κινήθηκαν στη νότια Γερμανία με στόχο να εισβάλουν στη Βαυαρία, πιστή σύμμαχο των Αψβούργων, με στόχο να την θέσουν οριστικά εκτός πολέμου με φωτιά και σίδερο.
Η απειλή ήταν πολύ σοβαρή για να αγνοηθεί και έτσι οι Αψβούργοι σχημάτισαν μια μικτή αυστρογερμανική στρατιά (18.000 άνδρες) υπό τον Φερδινάνδο πρίγκιπα διάδοχο των Αψβούργων (και αυτοκράτορα από το 1637) η οποία κινήθηκε από τη Βοημία με στόχο να κόψει την οδό ανεφοδιασμού των Σουηδών και των συμμάχων τους. Όταν ο Χορν πληροφορήθηκε τις κινήσεις των εχθρών στράφηκε βόρεια με στόχο να επιτεθεί και να καταστρέψει την αυστρογερμανική στρατιά έναντι της οποίας υπερείχε και αριθμητικά.
Ο Χορν έλαβα αυτή την απόφαση επίσης διότι γνώριζε ότι άλλη μια εχθρική στρατιά (15.000 άνδρες) υπό τον ανεψιό του πρίγκιπα Φερδινάνδου, επίσης Φερδινάνδο, καρδινάλιο προκαθήμενο της Ισπανίας και γιο του Ισπανού βασιλιά ερχόταν προς τη Βαυαρία από την Ιταλία. Ήθελε λοιπόν να νικήσει διαδοχικά τις αντίπαλες στρατιές. Ο Χορν όμως δεν κινήθηκε αρκετά γρήγορα. Οι Αυστρογερμανοί προχώρησαν μέχρι την πόλη Νέρντλινγκεν την οποία ήλεγχαν οι αντίπαλοι τους και την πολιόρκησαν. Εκεί σε λίγο έφτασε και η στρατιά του καρδινάλιου Φερδινάνδου.
Έτσι η αυστρογερμανική στρατιά ενώθηκε με τους Ισπανούς παρατάσσοντας πλέον 20.000 πεζούς, 13.000 ιππείς και 50 πυροβόλα. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1634 έφτασε απέναντί στη δύναμη αυτή και ο Χορν με τον Σαξ Βάιμαρ επικεφαλής 16.300 πεζών, 9.300 ιππέων και 68 πυροβόλων. Οι «Σουηδοί» υστερούσαν αριθμητικά των αντιπάλων τους, αλλά υπερτερούσαν σε πυροβολικό και εν μέρει σε ποιότητα και έτσι ο Χορν αποφάσισε να επιτεθεί.
Το αίμα ρέει
Ο Χορν και ο Σαξ Βάιμαρ ήταν αμφότεροι ιδιαίτερα έμπειροι στρατηγοί. Έτσι δεν φοβήθηκαν την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων τους που άλλωστε δεν ήταν και συντριπτική (25.600 έναντι 33.000) και αποφάσισαν να μείνουν και να πολεμήσουν. Διέπραξαν όμως το σφάλμα, λόγω και του δύσβατου του εδάφους, να μην επιτρέψουν στο πεζικό τους να κινηθεί μαζί με τα πυροβόλα άμεσης υποστήριξης των 3 λιβρών που διέθετε και αποτελούσαν, σε όλες τις μάχες, πολλαπλασιαστή ισχύος για το «σουηδικό» πεζικό.
Οι δύο Φερδινάδοι έταξαν τον στρατό τους δυτικά της πόλης. Στήριξαν το αριστερό τους πλευρό σε έναν λόφο βόρεια του χωριού Χάμχαϊμ και του μικρού ποταμού Ρέτσεμπαχ. Εκεί έταξαν σημαντικό μέρος του πυροβολικού τους και πεζούς υποστηριζόμενους, εκατέρωθεν από ιππικό και έχοντας στα δεξιά τους το γερμανικό ιππικό του στρατηγού Πικολόμινι. Το λοιπό πεζικό τάχθηκε στο κέντρο υποστηριζόμενο από ιππικό και πυροβολικό. Στο άκρο δεξιό τάχθηκαν οι περίφημοι «Κροάτες» ελαφροί ιππείς (Βαλκάνιοι ιππείς, «πρόγονοι» των ουσάρων).
Οι προτεστάντες στρατηγοί ανέλαβαν έκαστος από ένα κέρας του στρατού τους. Ο Χορν ανέλαβε το δεξιό τάσσοντας τις δυνάμεις του σε τέσσερις γραμμές με πεζικό, ιππικό, πεζικό και πάλι ιππικό με στόχο την κατάληψη του λόφου που επί αυτού στηρίζονταν το εχθρικό αριστερό πλευρό, ενώ ο Σαξ Βάιμαρ ανέλαβε το αριστερό κέρας με τις υπόλοιπες δυνάμεις. Το σχέδιο του Χορν ήταν απλό. Σκόπευε να συντρίψει τις εχθρικές δυνάμεις στον λόφο και κατόπιν να «περιτυλίξει» τον εχθρικό στρατό κινούμενος από Νότο προς Βορρά, την ώρα που ο Σαξ Βάιμαρ θα τον αγκίστρωνε κατά μέτωπο.
Σφαγή στον λόφο
Την αυγή της 6ης Σεπτεμβρίου ο Χορν ξεκίνησε την επίθεσή του. Όμως από την αρχή τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλά. Κατ’ αρχήν το ιππικό του, πιεζόμενο από τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού, κινήθηκε μεμονωμένα αφήνοντας το πεζικό ακάλυπτο. Αλλά και το πεζικό του δεν τα πήγε καλύτερα, βαδίζοντας μέσα από δάσος, η μια ταξιαρχία του εξέλαβε την άλλη ως εχθρική και άρχισε να βάλλει εναντίον της!
Παρόλα αυτά ο Χορν κατάφερε να βάλει μια τάξη και να επιτεθεί κυριεύοντας σχεδόν τον λόφο με την πρώτη έφοδο. Όμως ο καρδινάλιος Φερδινάνδος δεν πανικοβλήθηκε, αλλά αμέσως έστειλε τα περίφημα ισπανικά του Τέρθιο κατά των ανδρών του Χορν. Ακολούθησε άγρια μάχη σώμα με σώμα. Οι άνδρες του Χορν εξαπέλυσαν 15 συνεχόμενες επιθέσεις κατά του λόφου αλλά τα Τέρθιο παρέμειναν ακλόνητα υποστηριζόμενα έξυπνα από τους ιππείς του Πικολόμινι.
Στο μεταξύ ο πρίγκιπας Φερδινάνδος βλέποντας τον Σαξ Βάιμαρ να μην επιτίθεται και να στέλνει ενισχύσεις στον Χορν, εξασθενώντας τις δυνάμεις του, επιτέθηκε αυτός. Οι αυστρογερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν ορμητικά και σε ελάχιστη ώρα διέλυσαν εντελώς τις δυνάμεις του Σαξ Βάιμαρ, ο οποίος τράπηκε σε φυγή αποκαλύπτοντας το πλευρό των δυνάμεων του Χορν που ακόμα πολεμούσαν για τον λόφο. Σύντομα οι πλαγικοπημένοι άνδρες του Χορν κατακόπηκαν κατά εκατοντάδες, ενώ άλλοι απλώς παραδόθηκαν.
Ο ίδιος ο Χορν αιχμαλωτίσθηκε. Η μάχη ήταν η απόλυτη καταστροφή για τους προτεστάντες. Περίπου 17.000 από τους 25.600 άνδρες τους που έλαβαν μέρος στη μάχη σκοτώθηκαν και 4.000 αιχμαλωτίσθηκαν. Ενδεικτική του πείσματος και του ανηλεούς αγώνα ή τεράστια αριθμητική διαφορά νεκρών και τραυματιών των ηττημένων. Οι νικητές είχαν 1.500 περίπου νεκρούς και 2.000 τραυματίες. Ήταν ένας θρίαμβος που όμως δεν έφερε, ελέω Γαλλίας, το τέλος του πολέμου.