
Τον Οκτώβριο του 1918 οι γερμανικές στρατιές βάδιζαν τον δρόμο της επιστροφής ηττημένες από τη συντριπτική υλική και αριθμητική υπεροχή των δυνάμεων της ΑΝΤΑΝΤ. Όπως τόσο γλαφυρά το έθεσε ο Ε.Μ.Ρεμάρκ: «σε κάθε κουρασμένο Γερμανό στρατιώτη αντιστοιχούσαν πέντε ξεκούραστοι απέναντι. Σε κάθε γερμανική κουραμάνα πολλές κονσέρβες με κορν μπιφ, σε κάθε αεροπλάνο μας πέντε δικά τους. Και τα άρματα, που άλλοτε τα κοροϊδεύαμε έγιναν όπλα τρομερά που δεν σταματούσαν μπροστά σε τίποτα, που έλιωναν τους πεθαμένους και τους τραυματίες».
Στα μάτια του απλού Γερμανού στρατιώτη τα άρματα μάχης είχαν αναδειχθεί ως τα όπλα που έδωσαν τελικά τη νίκη στους αντιπάλους τους, τα όπλα εναντίον των οποίων «τα όπλα μας ήταν άχρηστα και οι χειροβομβίδες μας απλά πετραδάκια». Τα ατσάλινα αυτά τέρατα που κυλούσαν πάνω στο πεδίο της μάχης με ένα απαίσιο μουγγρητό, συνθλίβοντας άνδρες και όπλα, ξερνώντας φωτιά και ανοίγοντας δρόμο στο αντίπαλο πεζικό, αυτά ήταν που νίκησαν.
Τα άρματα μάχης πρωτοχρησιμοποιήθηκαν από τους Βρετανούς στη μάχη του Σομ το 1916. Τα πρώτα εκείνα υποδείγματα- Μark I – ήταν ιδιαίτερα επιρρεπή σε κάθε λογής προβλήματα. Είχαν πολύ μικρές ικανότητες υπερπηδήσεως εμποδίων και αναξιόπιστους κινητήρες. Κατά την επίθεση τα περισσότερα από αυτά χάθηκαν λόγω τεχνικών προβλημάτων ή σταμάτησαν από τα εμπόδια του πεδίου της μάχης.
Η τότε γερμανική στρατιωτική ηγεσία δεν στάθηκε σε θέση να εκτιμήσει σωστά τη βαρύτητα του γεγονότος. Όχι μόνο δεν προσπάθησε να πιέσει προς την κατεύθυνση ανάπτυξης αρμάτων, αλλά δεν κατέβαλε και καμία προσπάθεια στον τομέα ανάπτυξης αντιαρματικών μέσων (Α/Τ). Έτσι όταν οι Βρετανοί έριξαν εκατοντάδες άρματα στη μάχη του Καμπραί, το 1917, διέσπασαν με άνεση τις γερμανικές θέσεις.
Αν και η επιτυχία τους δεν έτυχε της αναλόγου εκμεταλλεύσεως, εντούτοις σημασία είχε το γεγονός καθαυτό, δηλαδή η ευκολία με την οποία τα εξελιγμένα υποδείγματα των βρετανικών αρμάτων διέτρησαν τη γερμανική αμυντική γραμμή. Μόνο τότε η γερμανική στρατιωτική ηγεσία θορυβήθηκε.
Ήδη όμως πολύτιμος χρόνος είχε χαθεί. Μόλις την άνοιξη του 1918 κατόρθωσε ο Γερμανικός Στρατός να παρατάξει μικρό αριθμό αρμάτων, του υποδείγματος Α7 V, τα οποία και χρησιμοποιήθηκαν στην «Επιχείρηση Μιχαήλ», την τελευταία μεγάλης κλίμακας επίθεση των γερμανικών δυνάμεων στο Δυτικό Μέτωπο. Λόγω του μικρού τους αριθμού, όπως ήταν φυσικό, τα άρματα δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν την αξία τους ως πολεμικά μέσα.
Λίγους μήνες αργότερα ο πόλεμος έληξε και οι νικητές, ως συνήθως, επέβαλαν τους όρους τους στους ηττημένους. Η συνθήκη των Βερσαλλιών υποχρέωνε την ηττημένη Γερμανία να περιορίσει τις ένοπλες δυνάμεις της σε 100.000 άνδρες και να δεσμευτεί ότι δεν θα κατασκευάσει άρματα μάχης, πολεμικά αεροσκάφη και βαρέα πυροβόλα. Μέσα σε αυτό το κλίμα συντριβής και ταπείνωσης, ήλπιζαν οι σύμμαχοι να καταπνίξουν το γερμανικό μιλιταριστικό πνεύμα και την εθνική υπερηφάνεια των Γερμανών. Δεν διείδαν τις συνέπειες των πράξεων τους. Μόνο ο στρατάρχης Φος, όταν διάβασε το κείμενο της συνθήκης των Βερσαλλιών αναφώνησε, «αυτό δεν είναι ειρήνη είναι ανακωχή για 20 έτη».
Γένεσις
«Το γερμανικό τεθωρακισμένο όπλο δεν ξεπετάχθηκε πάνοπλο ως άλλη Αθηνά Παλλάδα από την κεφαλή του Διός», αναφέρει στο έργο του Achtung Panzer o πατέρας των γερμανικών τεθωρακισμένων, στρατηγός Χάιντς Γκουντέριαν. «Αντίθετα», συνεχίζει «ακολουθήθηκε μια μακρά εξελικτική πορεία, υπό το πρίσμα των απαγορεύσεων της συνθήκης των Βερσαλλιών, αλλά και υπό τις ίδιες τις απαγορεύσεις που εκπορεύονταν από την νεότητα του αντικειμένου και την άγνοια μας επ’ αυτού».
Η γενική αυτή διαπίστωση του στρατηγού Γκουντέριαν είχε φυσικά βάση. Ωστόσο ακριβώς αυτές οι δυσκολίες ήταν που ανάγκασαν τους Γερμανούς να προχωρήσουν ένα βήμα εμπρός από τους νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας ήταν αυτή που οδήγησε τους Γερμανούς στην ανάπτυξη ενός εντελώς νεόυ, πρωτοποριακού δόγματος χρήσης των τεθωρακισμένων.
Ήδη από το 1921 ο μικρός Γερμανικός Στρατός είχε αρχίσει, με τη βοήθεια κυρίως των Σοβιετικών αλλά και των Σουηδών, να πειραματίζεται επί του νέου όπλου. Και δεν περιορίστηκαν μόνο σε πειραματισμούς, αναφορικά με τα άρματα μάχης, αλλά άρχισαν να πειραματίζονται και επί της στενής συνεργασίας αρμάτων και τακτικής αεροπορίας, αν και εκείνη την εποχή δεν διέθεταν ούτε άρματα, ούτε αεροπορία! Φυσικά όλα άλλαξαν από το 1933 και έπειτα, αμέσως μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Οι Γερμανοί στρατηγοί του ανεστημένου στρατού ασχολήθηκαν εμπεριστατωμένα με την μελέτη των διδαγμάτων του Μεγάλου Πολέμου, τόσο κατά την φάση κινήσεων, όσο και κατά τη φάση στασιμότητας. Το περίφημο σχέδιο Σλίφφεν, του 1909-10, το οποίο προέβλεπε την καταστροφή των ενόπλων δυνάμεων της Γαλλίας, αντιμετωπίζονταν από τους στρατιωτικούς αναλυτές των δυτικών «δημοκρατιών» ως ένα υπερφίαλο σχέδιο, το οποίο δεν μπορούσε, όπως άλλωστε απεδείχθη, να έχει ελπίδες επιτυχίας.
Οι Γερμανοί στρατιωτικοί όμως είχαν εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη. Κατ’ αυτούς τρεις ήταν οι βασικές αρχές της στρατιωτικής δράσης : ο αιφνιδιασμός, η ισχύς και η εκμετάλλευση. Όταν τον Αύγουστο του 1914 το σχέδιο Σλίφφεν τέθηκε σε εφαρμογή, ο τότε Γερμανός αρχιστράτηγος Μόλτκε – ο νεώτερος – επέτυχε να αιφνιδιάσει τους συμμάχους και να προελάσει εύκολα ως τον Μάρνη. Δεν ήταν όμως ικανός ούτε να υπερβάλει αυτούς σε ισχύ, σε συγκεκριμένο σημείο του μετώπου, ούτε να εκμεταλλευτεί την αρχική του επιτυχία.
Οι δυνάμεις του δεν μπορούσαν να κινηθούν ταχύτερα των εχθρικών. Οι εφεδρείες των συμμάχων, ταγμένες επί εσωτερικών γραμμών, ήταν ικανές να καλύψουν τα τυχόν ρήγματα του μετώπου και κατόπιν να αντεπιτεθούν, στον Μάρνη, και να πετάξουν πίσω τους Γερμανούς. Ελλείψει μηχανοκινήτων μέσων, η ταχύτητα κίνησης των Γερμανών πεζών δεν ξεπερνούσε την αντίστοιχη ταχύτητα των πεζών της αρχαιότητας ή του μεσαίωνα.
Την ίδια ώρα η ταχύτητα των τμημάτων ιππικού, τα οποία υποτίθεται είχαν αναλάβει την εκμετάλλευση της επιτυχίας του πεζικού, δεν υπερέβαινε τα 8 χλμ.ωριαίως. Ο Γκουντέριαν κάνει εκτενείς αναφορές στο έργο του, σχετικά με την αδυναμία του ιππικού να αντεπεξέλθει της αποστολής που του είχε ανατεθεί στο σύγχρονο τότε πεδίο μάχης. Αργότερα, κατά τη φάση της στασιμότητας και της μιζέριας των χαρακωμάτων, τα δεδομένα για τον εκάστοτε επιτιθέμενο έγιναν ακόμα πιο δύσκολα.
Η απόπειρα διάσπασης επάλληλων οχυρωμένων γραμμών προαπαιτούσε απίστευτα ισχυρές συγκεντρώσεις πυροβολικού. Για παράδειγμα, στην επιχείρηση «Μιχαήλ», την τελευταία ουσιαστικά επιτυχημένη γερμανική επίθεση στον Α’ ΠΠ, η πρώτη επίθεση του πεζικού υποστηρίχθηκε από τα πυρά 10.000 στοιχείων πυροβολικού, τα οποία σε διάστημα έξι περίπου ωρών κατανάλωσαν σχεδόν 1.500.000 βλήματα κάθε είδους και διαμετρήματος !
Όπως ήταν φυσικό, ένας τέτοιος κατακλυσμός πυρός οδήγησε πράγματι στη διάσπαση του βρετανικού μετώπου. Η αρχική όμως επιτυχία δεν ήταν δυνατόν να τύχει της πρέπουσας εκμετάλλευσης. Και πάλι οι βρετανικές εφεδρείες, κινούμενες με τον ίδιο με ταχύτερο των Γερμανών ρυθμό έκλεισαν το ρήγμα. Το δε γερμανικό πεζικό έμεινε σταδιακά ακάλυπτο από τα πυρά του φίλιου πυροβολικού, το οποίο δεν μπορούσε φυσικά να κινηθεί αρκετά γρήγορα για να το καλύψει.
Ένας τέτοιος αριθμός πυροβόλων και το αντίστοιχο απόθεμα βλημάτων που απαιτούντο για την ικανοποίηση των αναγκών του ήταν αδύνατο να μετακινηθούν εντός των χρονικών πλαισίων που απαιτούντο για να έχει πιθανότητες επιτυχίας η απόπειρα εκμετάλλευσης. Άρα, κατέληξαν οι Γερμανοί στρατηγοί, δεν ήταν ο ελαττωματικός σχεδιασμός του Σλίφφεν που οδήγησε σε αποτυχία, αλλά η αδυναμία του Γερμανικού Στρατού να καλύψει τις άλλες δύο παραμέτρους της ισχύος και της εκμετάλλευσης.
Την αδυναμία αυτή ήταν δυνατό να καλύψει μόνο η εξελιγμένη εφεύρεση των αντιπάλων τους, το άρμα μάχης.
Οι Γερμανοί από τη στιγμή που δεν διέθεταν άρματα μάχης, δεν προσκολλήθηκαν και στα τότε οικία τακτικά δόγματα χρήσης του άρματος. Για τους Γερμανούς το άρμα δεν ήταν ο υπηρέτης του πεζικού, το οποίο θα ακολουθούσε πειθήνια, με τον αργό ρυθμό προέλασης του πεζικού, καταπονώντας τον κινητήρα και τα νεύρα του πληρώματος του.
Ήταν η αιχμή του δόρατος, το όπλο που αναλόγως των περιστάσεων θα έπαιζε τον ρόλο πολιορκητικού κριού ή στρατηγικού ιππικού. Φυσικά τα άρματα θα δρούσαν σε στενό σύνδεσμο με το πεζικό, το οργανικό τους όμως πεζικό, το οποίο θα τα κάλυπτε και θα τους άνοιγε, και πάλι κατά περίσταση, τον δρόμο. Το δε οργανικό πεζικό είναι φυσικά μηχανοκίνητο, ώστε να είναι σε θέση να ακολουθεί με την ίδια ταχύτητα τις κινήσεις των αρμάτων.
Ο στενός συνδυασμός των όπλων εξασφάλιζε στην μηχανοκίνητη έφοδο μια συνοχή που ποτέ ως τότε δεν είχε επιτευχθεί. Αν ο εχθρός είναι καλά εγκατεστημένος στο κατεχόμενο από αυτόν έδαφος, τότε της επίθεσης των αρμάτων θα προηγηθεί αγώνας φθοράς του, από το οργανικό μηχανοκίνητο πεζικό, το επίσης μηχανοκίνητο πυροβολικό και την τακτική αεροπορία.
Μόλις ο εχθρός δείξει τα πρώτα σημεία κάμψης θα εξορμήσει εναντίον του ο εν εφεδρεία ευρισκόμενος όγκος των αρμάτων. Έτσι είναι βέβαιο ότι ο εχθρός θα διασπασθεί και θα κατανικηθεί. Μετά την επίτευξη δε της διάσπασης, τα άρματα μάχης θα ριχθούν με ταχύτητα εμπρός, προς εκμετάλλευση της επιτυχίας τους, όπως το ιππικό των ναπολεόντειων χρόνων. Ο ηττημένος αντίπαλος θα καταδιωχθεί κατά πόδας, ώστε να μην βρει τον απαιτούμενο για την ανασυγκρότηση του χρόνο, ως την ζώνη του πυροβολικού και των γραμμών εφοδιασμού του.
Αντίθετα αν ο εχθρός είναι πρόχειρα και όχι σταθερά εγκατεστημένος στο έδαφος, την έφοδο θα ξεκινήσουν τα άρματα, με την υποστήριξη του πυροβολικού και της τακτικής αεροπορίας, η οποία δεν θα προσβάλει μόνο τα εχθρικά τμήματα πρώτης γραμμής, αλλά θα επιχειρήσει και να απομονώσει το πεδίο μάχης, αποκλείοντας την έγκαιρη άφιξη των εχθρικών εφεδρειών.
Τα άρματα μάχης, αμέσως μετά την επίτευξη διάσπασης, δεν θα αναστείλουν την κίνηση τους. Το έργο της εκκαθάρισης τυχόν εχθρικών θυλάκων θα το αναλάβει το μηχανοκίνητο πεζικό που ακολουθεί τις κινήσεις των αρμάτων. Αυτό, σε γενικές γραμμές, είναι το τακτικό δόγμα των γερμανικών τεθωρακισμένων δυνάμεων, η επιτυχής εφαρμογή του οποίου, εξαρτάτο όμως σε μεγάλο βαθμό και από τη δράση της φίλιας αεροπορίας.
Τα καταδιωκτικά της Luftwaffe όφειλαν να εξασφαλίσουν την ασφάλεια των κινήσεων στις επίγειες δυνάμεις, αποκτώντας, τοπική έστω αεροπορική υπεροχή, υπεράνω του πεδίου της χερσαίας μάχης. Τα μέσα βομβαρδιστικά όφειλαν να απομονώσουν το πεδίο της μάχης, πλήττοντας οποιαδήποτε εχθρική εφεδρική συγκέντρωση. Τα τακτικά, τέλος, βομβαρδιστικά θα δρούσαν σε στενό σύνδεσμο με τις χερσαίες δυνάμεις, περιορίζοντας τον αναγκαίο χρόνο προπαρασκευής του πυροβολικού και πλήττοντας κάθε εχθρικό σημείο στηρίγματος.
Με δεδομένα όλα τα ανωτέρω, οι Γερμανοί στρατηγοί, έχοντας μετά το 1933 και την υποστήριξη της χιτλερικής ηγεσίας, προχώρησαν στην πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών ως τότε δογμάτων τους. Ο επανεξοπλισμός του Γερμανικού Στρατού άρχισε με ραγδαίους ρυθμούς. Ως το 1935 τρεις τεθωρακισμένες μεραρχίες είχαν ενταχθεί στη διάταξη μάχης του στρατού.
Ως την έναρξη του πολέμου, την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, ο Γερμανικός Στρατός θα παρέτασσε έξι τεθωρακισμένες μεραρχίες και τέσσερις «ελαφρές» μεραρχίες. Οι ελαφρές μεραρχίες θα μετατραπούν σε τεθωρακισμένες πριν την επίθεση κατά της «Δύσεως», στις 10 Μαΐου 1940. Ωστόσο τα γερμανικά τεθωρακισμένα, όπως και η Luftwaffe, έλαβαν το βάπτισμα του πυρός στο τεράστιο «πεδίο δοκιμών» της Ισπανίας. Εκεί τα σαφώς κατώτερα σε οπλισμό και επιδόσεις γερμανικά άρματα μάχης, απέδωσαν πολύ καλύτερα των σοβιετικών Τ-26.
Ο μύθος, τον οποίον εντέχνως καλλιέργησαν οι «Δημοκρατικοί» της Ισπανίας, περί της δράσης των «φασιστικών» αρμάτων, ήταν εντελώς εξωπραγματικός. Η επιτυχία των γερμανικών αρμάτων στην Ισπανία – στην συντριπτική τους πλειοψηφία επρόκειτο για PzKpfw I – έδρασαν επιτυχώς στην Ισπανία γιατί απλά έδρασαν ακολουθώντας το νέο τακτικό δόγμα, απέναντι στα διεσπαρμένα «δημοκρατικά» άρματα, τα καθοδηγούμενα από τους ανίκανους στα στρατιωτικά «δημοκρατικούς» διοικητές.
Ο φον Τόμα, μετέπειτα διοικητής του Άφρικα Κόρπς στην Αφρική, υπηρέτησε στην Ισπανία και μετέδωσε τα διδάγματα της εκεί δράσης των αρμάτων στους ανωτέρους του. Στην Ισπανία επίσης δοκιμάστηκε για πρώτη φορά, υπό πραγματικές συνθήκες, και η Luftwaffe, τα αεροσκάφη της οποίας επίσης – στην αρχή τουλάχιστον – δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπερτερούσαν τεχνολογικά των σοβιετικών καταδιωκτικών Ι-16.
Οι πρώτες γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες ήταν συγκροτημένες σε δύο ταξιαρχίες, μία αρμάτων και μία πεζικού. Διέθετε επίσης μια τεθωρακισμένη επιλαρχία αναγνώρισης, σύνταγμα πυροβολικού, οργανικό τάγμα μηχανικού, διαβιβάσεων, τεχνικού και υπηρεσιών. Οι δυτικοί στρατιωτικοί πίστευαν ότι κάθε γερμανική τεθωρακισμένη μεραρχία διέθετε περί τα 500 άρματα. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν ήταν αληθές.
Η ισχυρότερη τεθωρακισμένη μεραρχία που υπήρξε ποτέ στη διάταξη μάχης του Γερμανικού Στρατού, ήταν η 3η Panzer η οποία διέθετε, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, 391 άρματα μάχης. Από την ημερομηνία αυτή και έπειτα ο αριθμός των αρμάτων μάχης ανά τεθωρακισμένη μεραρχία έπεφτε σταθερά. Ο μέσος όρος αρμάτων ανά μεραρχία στην εκστρατεία κατά της Γαλλίας ήταν 250.
Το 1941, στα πρώτα στάδια της επιχείρησης Μπαρπαρόσσα, ο μέσος όρος έπεσε στα 200 περίπου – συνήθως 180. Φυσικά η πτώση των αριθμών αντισταθμίστηκε εν μέρη με την απόσυρση των ελαφρών αρμάτων και την αντικατάσταση τους από μέσα άρματα