
O Βουλγαρομάχος αυτοκράτορας Θεόδωρος Β Λάσκαρης.
Χειμερινή λαίλαπα
Ο Θεόδωρος Β’ όταν πληροφορήθηκε την ύπουλη βουλγαρική επίθεση συγκάλεσε αμέσως πολεμικό συμβούλιο. Στο συμβούλιο αυτό οι γνώμες διχάστηκαν. Οι περισσότεροι στρατηγοί, οργισμένοι από την βουλγαρική επιβουλή, πρότειναν την ανάληψη άμεσης αντεπίθεσης, παρά τον άγριο χειμώνα.
Αντίθετη άποψη είχαν οι θείοι του αυτοκράτορα Μανουήλ και Μιχαήλ, οι οποίοι επέμειναν ότι ούτε η εποχή επέτρεπε την εκστρατεία, ούτε ο στρατός ήταν αξιόμαχος για να αναλάβει ένα τέτοιο έργο, αυτή την εποχή του έτους. Τόνισαν δε στον αυτοκράτορα πόσο κακό θα έκανε στη φήμη του μια τυχόν αποτυχία.
Ο Θεόδωρος όμως είχε ήδη αποφασίσει. Μετά το πέρας του συμβουλίου έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα διαθέσιμα στρατιωτικά τμήματα και ξεκίνησε από τη Νίκαια. Παράλληλα είχε δώσει διαταγές να συγκεντρωθεί σε κάθε σταθμό πορείας, από τη Νίκαια μέχρι την Αδριανούπολη κάθε διαθέσιμος στρατιώτης. Έτσι ο Αυτοκρατορικός Στρατός ενισχύονταν εν πορεία και όσο βάδιζε προς Βορρά, τόσο περισσότερους άνδρες συγκέντρωνε.
Πριν περάσει ο Ιανουάριος του 1255 ο Θεόδωρος ήταν στην Αδριανούπολη και σύντομα μάλιστα πέρασε τον Έβρο από την γέφυρα που υπήρχε κοντά στην πόλη αυτή, αφού παρέμεινε, για ανάπαυση του στρατού του, μόλις μια ημέρα στη μεγάλη θρακική πόλη.
Ο Βούλγαρος βασιλιάς είχε αποστείλει ανιχνευτές στην περιοχή για να παρακολουθούν για την τυχόν άφιξη του Βυζαντινού Στρατού. Ένας από αυτούς είδε τις βυζαντινές φάλαγγες να βγαίνουν από την Αδριανούπολη και έσπευσε να ενημερώσει τον βασιλιά του. Ήταν η σειρά του Μιχαήλ Ασάν να αιφνιδιαστεί, καθώς δεν ανέμενε αυτή την αντίδραση του Θεόδωρου, λόγω του χειμώνα. Οι Βούλγαροι πάντως συγκέντρωσαν όσες δυνάμεις είχαν διαθέσιμες, βόρεια της Αδριανούπολης και στρατοπέδευσαν εκεί, τοποθετώντας προφυλακές ελαφρών ιππέων γύρω από το στρατόπεδό τους.
Στο μεταξύ ο Θεόδωρος πληροφορήθηκε από κατοίκους της περιοχής την ύπαρξη της βουλγαρικής συγκέντρωσης και έσπευσε προς τα εκεί. Στόχος του αυτοκράτορα ήταν να συντρίψει τον Βουλγαρικό Στρατό σε κατά παράταξη μάχη, ώστε να υποχρεώσει τον Ασάν να παραδώσει όσα άρπαξε, χωρίς ο Βυζαντινός Στρατός να χρειαστεί να αποδυθεί σε μια δύσκολη χειμερινή εκστρατεία.
Δυστυχώς για τον Θεόδωρο το σχέδιό του δεν ευοδώθηκε. Ο αυτοκράτορας είχε αποστείλει την εμπροσθοφυλακή του προς το βουλγαρικό στρατόπεδο, ακολουθώντας ο ίδιος με το κύριο σώμα της στρατιάς. Η βυζαντινή εμπροσθοφυλακή εντόπισε τις βουλγαρικές προφυλακές και επιτέθηκε εναντίον τους. Η νίκη στεφάνωσε τα βυζαντινά όπλα και όσοι Βούλγαροι επέζησαν, παραδόθηκαν αιχμάλωτοι, μαζί με τον επικεφαλής τους. Ελάχιστοι γλίτωσαν, αλλά αυτοί ήταν αρκετοί για να σπεύσουν στο βουλγαρικό στρατόπεδο και να δώσουν το μήνυμα της καταστροφής στον επικεφαλής στρατηγό τους, το όνομα του οποίου δεν είναι γνωστό.
Αυτός, αμέσως, διέλυσε το στρατόπεδό του και τράπηκε σε φυγή, με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις, μέσα στη νύκτα. Οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν το στρατόπεδο σε κατάσταση πανικού. Πολλοί δεν σέλωσαν καν τα άλογά τους. Καλπάζοντας δε μέσα στη σκοτεινή χειμωνιάτική νύκτα, χωρίς να μπορούν καν να διακρίνουν καθαρά το που πήγαιναν, πολλοί, εισήλθαν σε ένα δάσος και καλπάζοντας, έπεφταν πάνω στα κλαδιά των δέντρων και τραυματίζονταν σοβαρά.
Ο Θεόδωρος είχε επίσης βαδίσει, με όλο τον στρατό του μέσα στη νύκτα, αλλά με τη βοήθεια ντόπιων οδηγών και απέφυγε παρόμοια ατυχήματα. Οι Βυζαντινοί έφτασαν στο εγκαταλειμμένο βουλγαρικό στρατόπεδο την αυγή και το βρήκαν άδειο. Ο Θεόδωρος τότε συγκάλεσε νέο πολεμικό συμβούλιο, μετά από το οποίο κατέληξε στην απόφαση να καταδιώξει τους Βουλγάρους στην Ανατολική Ρωμυλία, παρά το χιόνι και το κρύο.
Ο Βυζαντινός Στρατός έφτασε στη Βερόη (σημερινή Στάρα Ζαγόρα της Βουλγαρίας), την οποία απελευθέρωσε χωρίς δυσκολία, μιας και η βουλγαρική φρουρά είχε τραπεί σε φυγή. Εκεί βρήκε τρόφιμα και εφόδια για τον στρατό του. Ο Θεόδωρος, με βάση την Βερόη, σκόπευε να συνεχίσει την κίνησή του προς τη Ροδόπη. Όμως ο καιρός απότομα επιδεινώθηκε και άρχισε να χιονίζει ακατάπαυστα. Ο Θεόδωρος περίμενε επί έξι μέρες να κοπάσει η κακοκαιρία, αλλά ο καιρός δεν έδειχνε σημεία βελτίωσης. Έτσι αποφάσισε να επιστρέψει στην Αδριανούπολη, προσωρινά, παίρνοντας μαζί του και τους κατοίκους της Βερόης, για να τους προστατεύσει από νέα βουλγαρική επίθεση.
Φτάνοντας στην Αδριανούπολη, ο Θεόδωρος έστειλε τις επίλεκτες δυνάμεις του προς τη Ροδόπη, με αποστολή την ανακατάληψη όλων των οχυρών της περιοχής που είχαν πέσει στα χέρια των Βουλγάρων. Η αποστολή αυτή εκτελέστηκε με ταχύτητα. Με τη βοήθεια των πολιορκητικών τους μηχανών, οι Βυζαντινοί, κατάλαβαν όσα φρούρια αντιστάθηκαν, αν και τα περισσότερα απλώς εγκαταλείφθηκαν από τις φρουρές τους, στη θέα και μόνο των λιθοβόλων βλητικών μηχανών των Βυζαντινών.
Την ίδια ώρα που συνέβαιναν αυτά, ο αυτοκράτορας, με τον υπόλοιπο στρατό βάδισε κατά των πόλεων που είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι. Σε ελάχιστο χρόνο, χάρη στις βαριές λιθοβόλες μηχανές, που λειτουργούσαν με τη χρήση αντίβαρου (τρεμπουσέ), υποχρέωσε σε παράδοση τις βουλγαρικές φρουρές στην Περιστίτζα, την Στενήμαχο και τον Κρυτζιμό, τις πόλεις φρούρια που φρουρούσαν τη νότια Ροδόπη, δηλαδή.
Απέναντι στην Τζέπαινα όμως ο αυτοκράτορας απέτυχε. Και αυτό γιατί το εν λόγω οχυρό ήταν κτισμένο σε δυσπρόσιτη τοποθεσία και λόγω του χιονιού και του πάγου οι βλητικές μηχανές του Βυζαντινού Στρατού δεν μπορούσαν να ταχθούν σε θέση βολής. Ο αυτοκράτορας πάντως δεν παραιτήθηκε των σχεδίων του και κάλεσε τους στρατηγούς Αλέξιο Στρατηγόπουλο και Κωνσταντίνο Τορνίκη, οι οποίοι βρίσκονταν στις Σέρρες, να σπεύσουν να τον συναντήσουν στην Τζέπαινα. Οι τελευταίοι όμως αιφνιδιάστηκαν από βουλγαρικό απόσπασμα και υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στις Σέρρες, χωρίς πάντως, οι δυνάμεις τους, να έχουν υποστεί σοβαρές απώλειες.
Η μάχη του Κλειδίου
Ακόμα σοβαρότερη όμως απειλή αποτέλεσε για τον Θεόδωρο η βουλγαρική επιχείρηση αντιπερισπασμού, στην περιοχή της Τζουμαγιάς, κατά της μικρής οχυρωμένης πόλης Μελένικο. Εναντίον της πόλης βάδισαν σημαντικές βουλγαρικές δυνάμεις, υπό τον στρατηγό Ντράγκαν (Δραγωτάς κατά τον Γ. Ακροπολίτη – πιθανότατα σερβικής καταγωγής).
Επικεφαλής της μικρής βυζαντινής φρουράς ήταν ο Ιωάννης Νεστόγγος και ο Ιωάννης Άγγελος. Οι Βούλγαροι επιτέθηκαν επανειλημμένα κατά της μικρής πόλης, αλλά αποκρούστηκαν με σοβαρές απώλειες, από τα βέλη και τις πέτρες που έριχναν εναντίον τους οι στρατιώτες και οι κάτοικοι της πόλης που ενίσχυαν την αμυντική προσπάθεια της φρουράς. Ωστόσο οι πολιορκημένοι άρχισαν να στεναχωριούνται από την έλλειψη νερού. Παρόλα αυτά άντεχαν.
Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος, όταν πληροφορήθηκε την βουλγαρική επίθεση στο Μελένικο αποφάσισε να δράσει αμέσως. Συγκέντρωσε τον στρατό του και, αφήνοντας πίσω τα μεταγωγικά, βάδισε, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, σε 12 μέρες, στις Σέρρες.
Οι ιππείς είχαν φορτώσει στα άλογά τους τα εφόδια και τα τρόφιμα για όλο τον στρατό. Αφού ξεκούρασε, για μια μέρα, τον στρατό του στις Σέρρες, ο αυτοκράτορας βάδισε προς τη στενωπό του Ρούπελ (βυζαντινό Ρουπέλιο). Οι Βούλγαροι φυσικά είχαν φράξει τη στενωπό με τείχος και είχαν τοποθετήσει εκεί πολυάριθμη φρουρά πεζών, την οποία υποστήριζαν και λίγοι ιππείς.
Ο αυτοκράτορας, όταν έφτασε στη στενωπό, η οποία στο στενότερό τμήμα της είχε πλάτος τριών μέτρων περίπου – λόγω και της κοίτης του ποταμού Στρυμόνα – κατάλαβε ότι μια κατά μέτωπο επίθεση μόνο άσκοπη φθορά θα επέφερε στις δυνάμεις του και τίποτε άλλο. Για αυτό αποφάσισε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου και του στρατηγού του, Νικηφόρου Ουρανού, κατά την περίφημη μάχη του Κλειδίου, το 1014. Η διαφορά ήταν ότι η μάχη του Κλειδίου δόθηκε τον Ιούλιο, ενώ τώρα ήταν Φεβρουάριος και το χιόνι είχε πάχος κοντά στο ένα μέτρο!
Ο Θεόδωρος δεν ήταν από αυτούς που απογοητεύονται εύκολα όμως. Αμέσως κατάλαβε ότι έπρεπε να υπερκεράσει τη βουλγαρική τοποθεσία και οι πλέον κατάλληλοι άνδρες για την αποστολή αυτή ήταν οι ψιλοί του, οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί του, δηλαδή.
Έτσι, ενώ ο ίδιος με το ιππικό και το βαρύ πεζικό τάχθηκε ενώπιον του βουλγαρικού οχυρώματος και άρχισε να παρενοχλεί τους Βουλγάρους με βολές τόξων και μικροεπιθέσεις, το ελαφρύ πεζικό, ως λοκατζήδες της εποχής, σκαρφάλωνε τις δασωμένες πλαγιές του όρους Άγκιστρου, εκεί όπου αργότερα θα κατασκευάζονταν το οχυρό Ρούπελ.
Όταν οι ελαφροί πεζοί έφτασαν στις κατάλληλες θέσεις δόθηκε το σύνθημα και ο Βυζαντινός Στρατός εξόρμησε κατά των Βουλγάρων. Οι τελευταίοι, βλέποντας ενώπιον τους, τους Βυζαντινούς, ετοιμάστηκαν να τους αντιμετωπίσουν, μάλλον ευχαριστημένοι από την «ανοησία» των αντιπάλων τους να τους επιτεθούν κατά μέτωπο. Ξαφνικά όμως βέλη και ακόντια άρχισαν αν τους πλήττουν στο αριστερό τους πλευρό.
Έντρομοι τότε, διαπίστωσαν ότι είχαν υπερκερασθεί και τράπηκαν μαζικά σε φυγή. Οι ιππείς τους πρόλαβαν να διαφύγουν. Το πεζικό τους όμως εξουδετερώθηκε, στο σύνολό του.
Οι Βούλγαροι ιππείς που διέφυγαν ενώθηκαν με σώμα του Βουλγαρικού Στρατού, το οποίο διοικούσε ο Δραγωτάς, ο οποίος στάλθηκε εκεί για να σταματήσει τη βυζαντινή προέλαση και το οποίο στάθμευε βορειότερα, μεταδίδοντας και σε αυτό τον πανικό.
Οι Βούλγαροι τράπηκαν σε φυγή και μέσα στην ασέληνη νύκτα πολλοί σκοτώθηκαν πέφτοντας σε κρημνούς ή ποδοπατημένοι από τους πανικόβλητους συμπολεμιστές τους. Έτσι πέθανε και ο Δραγωτάς, ο οποίος έπεσε από το άλογό του και ποδοπατήθηκε από τα άλογα των συμπολεμιστών του. Πέθανε, με φριχτούς πόνους, τρεις μέρες αργότερα.
Μετά τη νίκη του ο Θεόδωρος κινήθηκε προς το Μελένικο αναγκάζοντας τους Βούλγαρους πολιορκητές να τραπούν, με τη σειράς τους, σε φυγή. Κατόπιν αυτού ο αυτοκράτορας επέστρεψε αρχικά στη Θεσσαλονίκη και κατόπιν κινήθηκε προς τα Βοδενά (την σημερινή Έδεσσα).
Εκεί όμως ο Θεόδωρος αρρώστησε και παρέμεινε, υποχρεωτικά, για μερικές ημέρες. Όταν ανάρρωσε κινήθηκε προς την πόλη Πρίλαπο, την οποία κατέστησε βάση επιχειρήσεων στη δυτική Μακεδονία. Όταν έφτασαν και οι πολιορκητικές του μηχανές, ο αυτοκράτορας βάδισε με τον στρατό του προς το Βελεσό (σημερινό Βέλες του κρατιδίου των Σκοπίων, πρώην Τίτο Βέλες).
Ο Θεόδωρος έφτασε ενώπιον της πόλης και ετοιμάστηκε να την πολιορκήσει. Ωστόσο η βουλγαρική φρουρά, στη θέα των πολιορκητικών του μηχανών παρέλυσε και παραδόθηκε με συνθήκη. Περίπου 500 Βούλγαροι αφέθηκαν να φύγουν ελεύθεροι. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας στράφηκε ανατολικά και έφτασε στην Στρώμνιτσα (αρχαία ελληνική πόλη Αστραίον) των σημερινών Σκοπίων και από εκεί βάδισε προς το Μελένικο και επέστρεψε στις Σέρρες.
Με τον τρόπο αυτό ο Θεόδωρος απελευθέρωσε όλα σχεδόν τα εδάφη που είχαν κυριεύσει οι Βούλγαροι, με εξαίρεση την Τζέπαινα και το μικρό φρούριο Πάτμο, στη Ροδόπη – το τελευταίο κυριεύτηκε τελικά από τον στρατηγό Αλέξιο Φιλανθρωπινό.