
Το Ρίμινι είναι πόλη της Ιταλίας γνωστή από την ένδοξη, ομώνυμη, μάχη και νίκη των Ελλήνων της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας κατά των Γερμανών, το 1944. Όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που υπήρξε ελληνική μαχητική παρουσία στην πόλη. Και όχι απλώς υπήρξε αλλά επικεφαλής της ήταν ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς της ιστορίας, ο Βελισάριος. Ο Ιουστινιανός είχε αποφασίσει να ανακτήσει την Ιταλία που είχαν κυριεύσει οι «ανατολικοί Γερμανοί», οι Οστρογότθοι, βασιλιάς των οποίων ήταν, εκείνη την εποχή, ο Ουιτίγις.
Ο βυζαντινός στρατός, με επικεφαλής τον Βελισάριο, είχε καταφέρει πολλά, αλλά οι μικρές του δυνάμεις δεν μπορούσαν περισσότερα. Έτσι οι Οστρογότθοι αντεπιτέθηκαν και πολιόρκησαν τον Βελισάριο στη Ρώμη. To 583 μ.Χ. εν είδει αντιπερισπασμού ο Βελισάριος διέταξε τον στρατηγό του Ιωάννη να κινηθεί, επικεφαλής 2.000 μόνο, αλλά επιλέκτων, ιππέων προς την περιοχή της Πικεντίνης (ελλ. Πικηνόν) που εκτείνονταν ανατολικά των Απεννίνων, μέχρι τις ακτές της Αδριατικής.
Ανυπακοή και πολιορκία
Ο Ιωάννης πράγματι κινήθηκε προς τα εκεί και όταν οι κάτοικοι του Ρίμινι (τότε Αριμίνουμ) του ζήτησαν να ελευθερώσει την πόλη τους κινήθηκε προς τα εκεί διότι από το Ρίμινι οι Βυζαντινοί θα μπορούσαν να απειλήσουν την οστρογοτθική πρωτεύουσα, τη Ραβέννα. Ο Ιωάννης ήλπιζε πως η απειλή αυτή θα εξανάγκαζε τον Ουιτίγι να άρει την πολιορκία της Ρώμης.
Πραγματικά ο Ιωάννης κινήθηκε προς το Ρίμινι. Η μικρή του δύναμη συναντήθηκε με τους Οστρογότθους του στρατηγού Ολιθέου, την οποία κατανίκησε και εισήλθε στην πόλη. Όταν ο Ουιτίγις πληροφορήθηκε την εξέλιξη αυτή πράγματι ήρε την πολιορκία της Ρώμης και κινήθηκε προς το Ρίμινι με σκοπό να ανακαταλάβει την πόλη. Ο Βελισάριος κατάλαβε τις προθέσεις του Οστρογότθου βασιλιά και έστειλε δύο αξιωματικούς του, τον Γερμανό Ιλδίγερο και τον Μαρτίνο με πεζικό να αναλάβουν την άμυνα της πόλης, απελευθερώνοντας και το πολύτιμο, αλλά ακατάλληλο για πολιορκητική επιχείρηση, επίλεκτο ιππικό του.
Ο Ιωάννης όμως αρνήθηκε να φύγει και αντίθετα ένωσε με τις δυνάμεις του τους άνδρες των άλλων δύο στρατηγών, διώχνοντας όμως τους ίδιους! O Ιωάννης, που έφερε το προσωνύμιο «ο αιμοβόρος», είχε κακές σχέσεις με τον Βελισάριο. Στην προκειμένη περίπτωση η ανυπακοή του εν μέρει δικαιολογείται λόγω της στρατηγικής αξίας της πόλης που δεν έπρεπε να ξαναπέσει στα χέρια του εχθρού. Αλλά από την άλλη στερούσε από τον διοικητή του το καλύτερο τμήμα του στρατού που αυτός του εμπιστεύθηκε.
Η κίνηση του πύργου
Την ώρα οι Ιλδίγερος και Μαρτίνος επέστρεφαν στον Βελισάριο, ο Οστρογότθος βασιλιάς με τον στρατό του έφτασαν μπροστά στα τείχη του Ρίμινι και άρχισαν την πολιορκία. Ο Ουιτίγις διέταξε την κατασκευή ενός θεόρατου πολιορκητικού πύργου. Οι Βυζαντινοί αντέδρασαν ανοίγοντας μια τάφρο απέναντι από τον πύργο ώστε να μην μπορεί να προσεγγίσει τα τείχη, αλλά μετά από μάχη οι Οστρογότθοι τους έδιωξαν από την τάφρο την οποία γέμισαν με κάθε διαθέσιμο υλικό.
Όταν όμως ο πύργος τους σπρώχθηκε επί της τάφρου βούλιαξε ελαφρά εντός της, καθώς τα μαλακά χώματα και τα κλαδιά που οι Γερμανοί είχαν ρίξει εντός της τάφρου δεν άντεξαν το βάρος του πύργου. Κάθε προσπάθεια των Γερμανών να ξεκολλήσουν τον πύργο αποδείχθηκε μάταιη και ο Ουτίγις, φοβούμενος την καταστροφή του απ’ τους Βυζαντινούς, αν παρέμενε εκεί, διέταξε να τον σύρουν πίσω.
Τότε ο Ιωάννης, βλέποντας τα προβλήματα των εχθρών, εκτέλεσε έξοδο με τμήμα των δυνάμεών του, αλλά μετά από σφοδρή σύγκρουση, υποχρεώθηκε να υποχωρήσει και πάλι εντός της πόλης. Ωστόσο οι Οστρογότθοι είχαν υποστεί βαριές απώλειες και έτσι ο Ουιτίγις δεν δέχτηκε την πρόταση των στρατηγών του να επιτεθούν άμεσα στα τείχη.
Αντίθετα αποφάσισε να την πολιορκήσει στενά ώστε η πείνα να εξαναγκάσει τους Βυζαντινούς σε παράδοση. Μάλιστα εν είδει αντιπερισπασμού διέταξε τμήμα του στρατού του να επιτεθεί στην Αγκόνα. Αυτό και έγινε. Στο μεταξύ οι μέρες περνούσαν και οι πολιορκημένοι άρχισαν να αισθάνονται τις συνέπειες του αποκλεισμού. Έτσι ο Ιωάννης έστειλε κρυφά αγγελιοφόρο στον Βελισάριο ζητώντας του να σπεύσει προς διάσωσή του.
Σπέρνοντας τον πανικό στους εχθρούς
Ο Βελισάριος πράγματι κινήθηκε προς το Ρίμινι. Χώρισε τις δυνάμεις του σε τρία τμήματα. Το ένα τμήμα, υπό τον Ιλδίγερο, κινήθηκε με πλοία διά θαλάσσης ενώ ένα μικρό τμήμα, υπό τον Μαρτίνο, διατάχθηκε να πλησιάσει νύκτα στην πολιορκημένη πόλη και να ανάψει όσο το δυνατό περισσότερες φωτιές ώστε οι Γερμανοί να πιστέψουν πως εναντίον τους έρχεται ένας τεράστιος αριθμητικά στρατός. Το υπό τον ίδιο τον Βελισάριο τμήμα κινήθηκε προς το Ρίμινι από τον Βορρά. Βαδίζοντας συνάντησε ένα γοτθικό τμήμα το οποίο κατανίκησε.
Οι επιζώντες Οστρογότθοι έσπευσαν στο στρατόπεδό τους πανικόβλητοι, μεταδίδοντας τον πανικό. Όταν δε ξημέρωσε και οι Γερμανοί είδαν και τα βυζαντινά πλοία να προσεγγίζουν από τη θάλασσα, τρομοκρατήθηκαν. Πανικόβλητοι, με επικεφαλής τον βασιλιά τους, εγκατέλειψαν την πολιορκία του Ρίμινι και έτρεξαν να σωθούν από αυτό που νόμισαν ως τεράστια βυζαντινή δύναμη!
Ο Βελισάριος είχε κερδίσει μια πολύτιμη και απολύτως αναίμακτη νίκη, έναντι ενός αντιπάλου που υπερείχε αριθμητικά τουλάχιστον 2:1 ελισσόμενος έξυπνα και παραπλανώντας τον αντίπαλο. Ο Ιωάννης όμως, ο οποίος εμφανώς δεν συμπαθούσε τον αρχηγό του, απέδωσε τη νίκη στον Ναρσή, διότι, κατ’ αυτόν, ο Ναρσής έπεισε τον Βελισάριο να επιχειρήσει την άρση της πολιορκίας του Ρίμινι. Πιθανότατα η άποψη αυτή είναι προϊόν ζηλοφθονίας, διότι θα ήταν απίθανο ένας στρατηγικός νους όπως του Βελισάριου, να μην έχει αντιληφθεί την σπουδαιότητα του αντιπερισπασμού στο Ρίμινι.