
Η Γερμανία υπήρξε από τις πρωτοπόρους στην τεχνολογία των αεροσκαφών τζετ. Το φθινόπωρο του 1940 το υπουργείο Αεροπορίας εξέδωσε προδιαγραφή για ένα ανανγωριστικό αεροσκάφος τζετ, υψηλής ταχύτητας, μεγάλης ακτίνας δράσεως. Από όλες τις γερμανικές εταιρείες κατασκευής αεροσκαφών μόνο η Arado απάντησε.
Η Arado παρουσίασε το σχέδιο Ε.370 που αφορούσε ένα δικινητήριο, αεριωθούμενο αεροσκάφος με κινητήρες Jumo 004. Βάσει των σχεδιασμών το αεροσκάφος είχε ακτίνα δράσης σχεδόν 2.000 χλμ. που ήταν ελαφρώς κατώτερη των προδιαγραφών του υπουργείου.
Παρόλα αυτά το υπουργείο παρήγγειλε δύο πρωτότυπα. Το νέο αεροσκάφος έλαβε την ονομασία Arado Ar 234. Το μεγάλο πλεονέκτημα του αεροσκάφους ήταν οι προηγμένοι, για την εποχή, κινητήρες του, δημιουργήμα του Δρ. Άνσελμ Φραντς. Όμως οι κινητήρες κατέστησαν και η αχίλλειος πτέρνα του αεροσκάφους καθώς προβλήματα στην εξέλιξή τους είχαν ως συνέπεια το αεροσκάφος να πετάξει για πρώτη φορά μόλις στις 30 Ιουλίου 1943.
Τα πρώτα πέντε πρωτότυπα Ar 234 (V1 – V5) έφεραν όλα κινητήρες Jumo. Ωστόσο σύντομα παρουσιάστηκαν δύο πρωτότυπα με τέσσερις κινητήρες τζετ BMW 003. Στις 2 Αυγούστου 1944 το πρωτότυπο V7 με κινητήρες Jumo εκτέλεσε την πρώτη πολεμική αποστολή αναγνώρισης με πιλότο τον Έριχ Ζόμερ.
Το αεροσκάφος δεν διέθετε μόνιμο σύστημα προσγείωσης. Απογειωνόταν με τη βοήθεια ενός τρίκυκλου συστήματος τροχών και προσγειωνόταν με ανασυρόμενα σκι. Το γεγονός αυτό καθιστούσε χρονοβόρα την απογείωση και επικίνδυνη την προσγείωση.
Σύντομα υπήρξαν σκέψεις ανάπτυξης και ενός υποδείγματος βομβαρδιστικού. Αυτό ήταν το Ar 234B το οποίο είχε μεγαλύτερη άτρακτο και κανονικό σύστημα προσγείωσης. Κατά συνέπεια ήταν βαρύτερη και πιο αργό από το αναγνωριστικό. Μπορούσε να μεταφέρει μέχρι 1.500 κιλά βομβών. Στα πρωτότυπα τοποθετήθηκαν δύο τηλεχειριζόμενα πυροβόλα των 20mm κάτω από το κάθετο σταθερό, που όμως φαίνεται δεν χρησιμοποιήθηκαν στα επιχειρησιακά αεροσκάφη τα οποία, λόγω ταχύτητας, δεν χρειάζονταν αμυντικό οπλισμό.
Επιχειρησιακή δράση
Στην πρώτη του αναγνωριστική αποστολή το Ar 234 πέταξε πάνω από τη Νορμανδία με ταχύτητα 740 χιλιομέτρων ανά ώρα (χ.α.ω.) και επέστρεψε με πολύτιμες φωτογραφίες.
Το βομβαρδιστικό Ar 234Β έμεινε γνωστό από τις επιθέσεις του κατά της γέφυρας του Ρεμάγκεν που κατάλαβαν αιφνιδιαστικά οι Αμερικανοί. Τα βομβαρδιστικά έδρασαν ενταγμένα στην KG 76 Πτέρυγα Μάχης η οποία έφτασε να διαθέτει 51 αεροσκάφη του τύπου.
Με αυτά εφοδιάστηκε καταρχήν η ΙΙΙ/KG 76 και τα χρησιμοποίησε σε αποστολές βομβαρδισμού στο Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Στις 24 Δεκεμβρίου τα Ar 234 εκτέλεσαν μια λίαν τολμηρή επίθεση στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ναμύρ στο Βέλγιο όπου μαινόταν η μάχη των Αρδεννών. Ακολούθησαν επιδρομές στη Λιέγη και τη Μπαστόν.
Η μονάδα εκτέλεσε όμως και αποστολές αναγνώρισης στο λιμάνι της Αμβέρσας, ενώ στις 20 Ιανουαρίου 1945 τα Ar 234 επέδραμαν κατά του ίδιου λιμανιού. Η επιδρομή επαναλήφθηκε στις 24 Ιανουαρίου. Στις 8 Φεβρουαρίου επλήγησαν στόχοι στην περιοχή των Βρυξελλών και στις 21 Φεβρουαρίου συμμαχικές συγκεντρώσεις στο Αϊντχόβεν της Ολλανδίας.
Οι επιθέσεις κατά της γέφυρας “Λούντεντρορφ” στο Ρεμάγκεν , διεξήχθησαν μεταξύ 9ης και 13ης Μαρτίου 1945 και προκάλεσαν τις μεγαλύτερες απώλειες στη μονάδα από τα πυκνά αντιαεροπορικά πυρά. Στις 21 Μαρτίου όμως οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν την βάση των Ar 234 καταστρέφοντας 10 και προκαλώντας ζημιές σε άλλα οκτώ στο έδαφος.
Τον Απρίλιο του 1945 η μονάδα είχε απομείνει με επτά επιχειρησιακά αεροσκάφη και άλλα τέσσερα υπό επισκευή και 16 ετοιμοπόλεμους χειριστές. Στις 10 Απριλίου όμως η μονάδα ενισχύθηκε με πέντε ακόμα αεροσκάφη. Η μονάδα συνέχισε να πολεμά όλον τον Απρίλιο του 1945 πλήττοντας κυρίως τις προελαύνουσες στο γερμανικό έδαφος συμμαχικές δυνάμεις. Η τελευταία αποστολή εκτελέστηκε στις 3 Μαΐου 1945.