Ο νέος Ελληνικός Στρατός

Η Ελλάδα βγήκε κατεστραμμένη από την Επανάσταση του 1821. Μετά τη δολοφονία Καποδίστρια δε η τάξη είχε εντελώς διασαλευτεί και ο τακτικός στρατός – ότι υπήρχε από αυτόν – εξαφανιστεί Η άφιξη του Όθωνα και της ισχυρής βαυαρικής στρατιωτικής δύναμης που τον συνόδευε, συνέβαλε κατά πολύ στον περιορισμό των ταραχών, αρχικά τουλάχιστον. 

Ο ανήλικος βασιλιάς ανέθεσε εξ’ αρχής τη διακυβέρνηση της χώρας σε μία επιτροπή Βαυαρών τεχνοκρατών. Η επιτροπή αυτή της αντιβασιλείας, πέρα από τα λάθη που διέπραξε σε πολιτικό επίπεδο, εργάστηκε πραγματικά με ζήλο για την αναγέννηση του Ελληνικού Στρατού. Είχε φυσικά κάθε λόγο να το πράξει αφού ένας ισχυρός στρατός θα αποτελούσε το καλύτερο στήριγμα της μοναρχίας.

Ως πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτή αποφασίστηκε η επίσημη διάλυση των, θεωρητικά, υπαρχόντων μονάδων και η θέσπιση νέου οργανισμού του στρατού. Βάσει του νέου οργανισμού ο Ελληνικός Στρατός, στον οποίο ενσωματώθηκαν και οι Βαυαροί στρατιώτες που συνόδευαν τον Όθωνα, θα αποτελείτο από οκτώ τάγματα γραμμής, δέκα τάγματα ακροβολιστών, ένα σύνταγμα ιππικού των έξι ιλών, τη Διοίκηση Πυροβολικού, το Μηχανικό και τη νεοσυσταθείσα Χωροφυλακή.

Οργάνωση, οπλισμός, τακτικές

Τα τάγματα γραμμής διέθεταν έξι λόχους – τέσσερις κεντρικούς, επιλέκτων και ακροβολιστών. Οι άνδρες τους ήταν οπλισμένοι με το κλασικό εμπροσθογεμές μουσκέτο, με ξιφολόγχη και μικρή σπάθη. Οι υπαξιωματικοί και δέκα οπλίτες κάθε λόχου ακροβολιστών γραμμής ήταν οπλισμένοι με εμπροσθογεμές τυφέκιο ραβδωτής κάννης. Ήταν η πρώτη φορά που το όπλο αυτό θα χρησιμοποιείτο, σε τέτοια κλίμακα τουλάχιστον, στον Ελληνικό Στρατό.

Τα τυφέκια ραβδωτής κάννης είχαν, φυσικά, μεγαλύτερο βεληνεκές από τα λειοκάννα μουσκέτα και πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια βολής. Οι “σκοπευτές” των ταγμάτων έφεραν επίσης και μεγάλου μήκους ξιφολόγχη – περίπου 60 εκατοστών.

Το κάθε τάγμα ήταν αυτόνομη μονάδα ικανή να πολεμά σε σχηματισμό φάλαγγας μετώπου λόχου ή διλοχίας και σε σχηματισμό γραμμής, βάθους τριών ζυγών. Ο λόχος ακροβολιστών αναπτυσσόταν σε απόσταση 300 μέτρων μπροστά από τον όγκο του τάγματος, είτε υποβοηθώντας με πυρά την ενέργεια του τάγματος κατά την επίθεση, είτε προσδίδοντας βάθος κατά την άμυνα.

Τα πυρά εκτελούνταν κατά ζυγό ή ομαδόν από το σύνολό των ανδρών του τάγματος. Ο τρίτος ζυγός ανδρών δεν έβαλε. Οι άνδρες του συνήθως τηρούνταν σε εφεδρεία. Άλλες φορές ενίσχυαν τον λόχο των ακροβολιστών ή χρησιμοποιούντο για την επέκταση του μετώπου του τάγματος, το οποίο στην περίπτωση αυτή τασσόταν σε γραμμή βάθους δύο ζυγών.

Ο σχηματισμός γραμμής χρησιμοποιείτο κυρίως κατά την άμυνα απέναντι σε πεζικό. Για την επίθεση χρησιμοποιείτο ο σχηματισμός της πυκνής (ανά λόχο) ή της απλής (ανά διλοχία) φάλαγγας. Το πεζικό ήταν ικανό να βαδίζει με ρυθμό 50 (σε γραμμή) ως 120 (σε φάλαγγα κατά την έφοδο) βήματα ανά λεπτό. Οι γρεναδιέροι ήταν οι κατά τεκμήριο πιο εύρωστοι στρατιώτες του τάγματος.

Αναλάμβαναν τη διεκπεραίωση των δύσκολων αποστολών. Ενίοτε ενίσχυαν τον λόχο ακροβολιστών. Συνήθως αποτελούσαν την εφεδρεία του τάγματος. Στη μάχη οι λόχοι του τάγματος τάσσονταν κατ’ αρχαιότητα με τους γρεναδιέρους δεξιά, τον 1ο, 2ο, 3ο και 4ο κεντρικό λόχο, κατά σειρά και τον λόχο των ακροβολιστών αριστερά.

Οι στολές ήταν χρώματος ανοικτού μπλε χρώματος -το θερινό παντελόνι ήταν λευκού χρώματος. Το καπέλο ήταν μαύρο, τύπου Shako με ορειχάλκινο έμβλημα ακτινοβόλου ήλιου και το γράμμα Ο (Όθων) με παράσταση στέμματος. Οι ακροβολιστές έφεραν επί της φυσιγγιοθήκης ένα μικρό ορειχάλκινο κέρας (βούκινο) και οι γρεναδιέροι φλογοφόρα χειροβομβίδα (αντίστοιχη με αυτές που φέρονται και σήμερα στις επωμίδες των ανωτέρων αξιωματικών του στρατού).

Τα πηλήκια ήταν διακοσμημένα με λοφία χρώματος κόκκινου, για τους γρεναδιέρους, λευκού για τους κεντρικούς λόχους και πράσινου για τους ακροβολιστές. Επί του καπέλου φέρονταν, στις επίσημες εκδηλώσεις, πλεγμένα υφασμάτινα κορδόνια αναλόγου με το χρώμα του λοφίου χρώματος. Τα αντίστοιχα των αξιωματικών και των υπαξιωματικών ήταν στα χρώματα του χρυσού και του ασημιού. Τα διακριτικά του βαθμού φέρονταν, κατά τη γερμανική πρακτική, στο κολάρο.

Τα τάγματα των ακροβολιστών -ελαφρύ πεζικό- ήταν πολύ μικρότερα αυτών της γραμμής. Το καθένα διέθετε τέσσερις λόχους με 50 άνδρες ανά λόχο. Η συνολική δύναμη του ελαφρού τάγματος δεν ξεπερνούσε τους 220 άνδρες. Ο οπλισμός τους δεν διέφερε από τον αντίστοιχο των ταγμάτων της γραμμής, μόνο που οι οπλίτες δεν έφεραν σπάθη. Η στολή των ελαφρών πεζών ήταν μια παραλλαγή της ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς. Στο φέσι φερόταν ορειχάλκινο στέμμα.

Το ιππικό διέθετε ένα σύνταγμα λογχοφόρων ιππέων των έξι ιλών. Οι ιππείς ήταν οπλισμένοι με λόγχη, μήκους τριών σχεδόν μέτρων, κυρτή μακριά σπάθη και εμπροσθογεμές πιστόλι. Φορούσαν πολωνικού τύπου στολή πράσινου χρώματος. Το πηλήκιο τύπου Τσάπκα ήταν κόκκινου χρώματος με μαύρο γείσο και το ίδιο έμβλημα με αυτό του πεζικού γραμμής. Το ιππικό πολεμούσε είτε σε γραμμή βάθους δύο ζυγών, είτε σε διάταξη ακροβολισμού, είτε σε φάλαγγα. Το Σύνταγμα Λογχιστών διέθετε συνολικά 681 άνδρες.

Το όπλο του Πυροβολικού συγκροτείτο από τη Διοίκηση Πυροβολικού, ένα τάγμα πυροβολικού των έξι λόχων (οι δύο με πυροβόλα) έναν λόχο ζευγιτών και από τη Διεύθυνση Κεντρικού Οπλοστασίου, στην οποία υπαγόταν και ο λόχος τεχνιτών. Οι πυροβολητές φορούσαν ίδια στολή με το πεζικό γραμμής χρώματος μοβ. Ήταν οπλισμένοι με κοντόκανα μουσκέτα, ξιφολόγχη και δίστομη σπάθη. Οι ζευγίτες έφεραν σπάθες ιππικού.

Η Διοίκηση Μηχανικού διέθετε δύο λόχους σκαπανέων και εννέα αξιωματικούς “μηχανικούς” νομών. Η δύναμή της σε προσωπικό ήταν 207 άνδρες. Ο οπλισμός και η στολή ήταν ίδια με τα αντίστοιχα του πυροβολικού. Αντί για πηλήκιο όμως φερόταν δίκοχο καπέλο.

Η Χωροφυλακή, που εξ’ αρχής θεωρείτο στρατιωτικό σώμα, οργανώθηκε σε δέκα μοιραρχίες με συνολική δύναμη 1.064 ανδρών.

Στον οργανωτικό τομέα συστήθηκαν, με βασιλικά διατάγματα, η επί των Στρατιωτικών Γραμματεία, το Σώμα των Γενικών Επιτελών και η Γενική Επιθεώρηση Στρατού. Συγκροτήθηκε επίσης ο Λόχος Απομάχων, στον οποίο εντάχτηκαν οι ανίκανοι προς υπηρεσία βετεράνοι του Αγώνα. Επίσης καταργήθηκαν οι βαθμοί του πρωθυπολοχαγού και του επιλοχαγού και θεσπίστηκαν οι βαθμοί του λοχαγού Α και Β τάξης και ιδρύθηκε το Τάγμα Αριστείας του Σωτήρος, σε ανάμνηση της σωτηρίας της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό.

Έτσι στα τέλη του 1833 ο Ελληνικός Στρατός διέθετε 5.824 πεζούς γραμμής, 2.040 ελαφρούς πεζούς, 681 ιππείς, 990 πυροβολητές, τεχνίτες και ζευγίτες, 207 σκαπανείς, τρεις και αργότερα έξι αξιωματικούς επιτελείς, με επικεφαλής τον Σκώτο συνταγματάρχη Γκόρντον και έναν Γενικό Επιθεωρητή Στρατού. Θεωρητικά η δύναμη του στρατού ξεπερνούσε τους 10.000 άνδρες.

Στην πραγματικότητα όμως μόλις το 50% των ανδρών υπηρετούσαν για λόγους οικονομίας. Οι περισσότεροι κληρωτοί, μετά τη βασική εκπαίδευση στέλνονταν στα σπίτια τους με άδειες αορίστου χρόνου. Η διεξαγωγή της στρατολογίας ήταν επίσης προβληματική και ο αριθμός των κληρωτών που καλούνταν να υπηρετήσουν κατ’ έτος δεν ξεπερνούσε τους 1.500 άνδρες.

Αναδιοργάνωση

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα ο οργανισμός στρατού του 1833 τροποποιήθηκε αρκετές φορές.
Το 1836 τα οκτώ τάγματα γραμμής μειώθηκαν σε τέσσερα. Τα ελαφρά τάγματα μειώθηκαν επίσης σε τέσσερα από δέκα που ήταν. Στη θέση των τελευταίων συγκροτήθηκαν οκτώ τάγματα Οροφυλακής, υπαγόμενα σε τρία αρχηγεία Οροφυλακής.

Κάθε τάγμα οροφυλακής παρέτασσε τέσσερις λόχους με συνολική δύναμη 254 ανδρών. Το 1843 καταργήθηκε ένα ακόμα τάγμα γραμμής και τα αρχηγεία Οροφυλακής. Αντί των τελευταίων συγκροτήθηκαν τέσσερα συντάγματα οροφυλακής, δύο ταγμάτων έκαστο. Το ίδιο έτος συστάθηκε για πρώτη φορά και ο οργανισμός της Εθνοφυλακής.

Το 1854 και ενώ μαινόταν ο Κριμαϊκός Πόλεμος και η εμπλοκή της Ελλάδας θεωρείτο βέβαιη, ο στρατός ενισχύθηκε. Επανασυστάθηκαν τρία τάγματα γραμμής και αυτά των ακροβολιστών συνενώθηκαν σε τρία, ισχυρά όμως, τάγματα. Επίσης καταργήθηκε η Οροφυλακή.

Την περίοδο αυτή πολλά στελέχη του στρατού παραιτήθηκαν και μετέβησαν στις επαναστατημένες, οθωμανικές ακόμα, επαρχίες της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Στελέχη του στρατού, μαζί με άλλους εθελοντές, κατατάχθηκαν επίσης στην Ελληνική Λεγεώνα. Το σώμα αυτό, μεγέθους τάγματος, πολέμησε μαζί με τον Ρωσικό Στρατό στην πολιορκία της Σεβαστούπολης το 1855.

Το 1856 τα τάγματα γραμμής εντάχθηκαν ανά δύο σε διοικήσεις συνταγμάτων. Το 1860 τα συντάγματα καταργήθηκαν και τα δέκα τάγματα πεζικού, που είχαν στο μεταξύ συγκροτηθεί, έγιναν και πάλι αυτόνομα. Το 1860 επίσης, συστήθηκαν και δέκα τάγματα εφεδρείας των τεσσάρων λόχων. Τα τάγματα αυτά ήταν επιστρατευόμενες μονάδες.

Το ιππικό υπέστη επίσης σειρά ανασυγκροτήσεων στο ίδιο διάστημα. Το 1836 το Σύνταγμα Λογχιστών διαλύθηκε και στη θέση του συγκροτήθηκαν δύο ανεξάρτητες μοίρες ιππικού. Κάθε μοίρα διέθετε αρχικά τρεις και αργότερα δύο ίλες. Σε λίγο όμως οι δύο μοίρες συγχωνεύθηκαν σε μία των τριών ιλών, η οποία, από το 1860, ονομάστηκε ιππαρχία και απέκτησε και τέταρτη ίλη.

Εξελίξεις σημειώθηκαν επίσης και στα λοιπά όπλα και σώματα. Στο Πυροβολικό το τάγμα μετονομάστηκε σε μοίρα. Η μοίρα διέθετε δύο ορεινές και μία πεδινή πυροβολαρχίες. Το 1843 συστήθηκαν οκτώ Εφορίες Υλικού Πολέμου, οι οποίες υπήχθησαν στο Πυροβολικό. Το 1863 η μοίρα μετονομάστηκε και πάλι σε τάγμα που ενισχύθηκε με έναν λόχο φρουριακού πυροβολικού.

Όσον αφορά το όπλο του Μηχανικού, καταργήθηκε η Διοίκηση Μηχανικού και συστήθηκε η Επιθεώρηση Μηχανικού, ως το 1856, που καταργήθηκε με τη σειρά της για να συσταθεί το Αρχηγείο Μηχανικού. Το 1854 συγκροτήθηκε η διλοχία Σκαπανέων-Πυροσβεστών.

Πρόοδοι σημειώθηκαν επίσης στην οργανωτική δομή του στρατού. Συστήθηκαν η Υπηρεσία Οικονομικής Επιθεώρησης Στρατού, ένα αναθεωρητικό στρατιωτικό δικαστήριο, ένα επιπλέον διαρκές στρατοδικείο, τέσσερα στρατιωτικά αρτοποιεία και η Στρατιωτική Μουσική Φρουράς Αθηνών. Το 1861 συγκροτήθηκε και ο λεγόμενος πειθαρχικός λόχος, στον οποίο τοποθετούντο οι οπλίτες που κατ’ εξακολούθηση υπέκυπταν σε βαριά πειθαρχικά παραπτώματα. Οι οπλίτες του λόχου εργάζονταν στα δημόσια έργα.

Το 1846 ιδρύθηκε το Υπουργείο Στρατιωτικών αντί της επί των Στρατιωτικών Γραμματείας, ενώ το 1861 καταργήθηκε η θέση του Γενικού Επιθεωρητή και συστήθηκαν έξι Επιμελητήρια Διαχείρισης Οικονομικών και Υλικού. Στον τομέα της μέριμνας για το προσωπικό, από το 1835 ήδη, συστήθηκε η “Φάλαγγα” στην οποία κατατάχθηκαν όσοι αγωνιστές του ’21 δεν επιθυμούσαν να ενταχθούν στις τάξεις του τακτικού στρατού. Το 1853 ιδρύθηκε ταμείο περίθαλψης για τις οικογένειες των νεκρών αξιωματικών και το 1861 ιδρύθηκε το ταμείο των αποστράτων.

Στον τομέα της εκπαίδευσης η προσπάθεια επικεντρώθηκε στην επιμόρφωση των στελεχών, κυρίως. Το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο μετονομάστηκε, το 1834, σε Σχολή Ευελπίδων. Κατά καιρούς λειτούργησαν και διάφορα άλλα σχολεία (αξιωματικών πυροβολικού, ριπής, σχολεία ταγμάτων κλπ.). Μία φορά κατ’ έτος διεξάγονταν μεγάλα γυμνάσια με τη συμμετοχή μονάδων όλων των όπλων.

Στη δεκαετία του 1850 ο στρατός εφοδιάστηκε και με νέες στολές. Τα διακριτικά χρώματα παρέμειναν ίδια με πριν. Τα στενά χιτώνια αντικαταστάθηκαν με αμπέχονα που έφταναν ως τους μηρούς.

Νέα όπλα, νέες τακτικές

Αλλαγές και μάλιστα σημαντικές υπήρξαν στον οπλισμό του στρατού. Από το 1855 ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να εξοπλίζεται με το γαλλικό εμπροσθογεμές, κρουστικό τυφέκιο ραβδωτής κάννης Mignet. Το νέο όπλο είχε σχεδόν τριπλάσιο δραστικό βεληνεκές από τα παλαιά μουσκέτα (περίπου 300 μέτρα) και ήταν πολύ πιο εύχρηστο. Το Πυροβολικό εξοπλίστηκε με νέα οβιδοβόλα και πυροβόλα των 6 και 12 λιβρών.

Όσον αφορά τις τακτικές μάχης, υιοθετήθηκε ο γαλλικός κανονισμός εκστρατείας του 1845-46. Βάσει του νέου κανονισμού το πεζικό πολεμούσε σε σχηματισμό γραμμής δύο ζυγών, σε φάλαγγα ανά διλοχία και σε διάταξη ακροβολισμού. Ολόκληρο το τάγμα εκπαιδευόταν να ενεργεί σε κάθε τύπο εδάφους. Σε ορεινό έδαφος το τάγμα ανέπτυσσε το σύνολο των ανδρών του σε διάταξη ακροβολισμού.

Κατά την άμυνα αναπτύσσονταν σε σχηματισμός γραμμής. Στο σχηματισμό αυτό ήταν ικανό να βάλλει το σύνολο των ανδρών του τάγματος με ρυθμό τεσσάρων, περίπου, βλημάτων ανά λεπτό. Για την εκδήλωση εφόδου, ακόμα και κατά οχυρής θέσης, χρησιμοποιείτο σχηματισμός της φάλαγγας. Εναντίον ιππικού το πεζικό, θεωρητικά τουλάχιστον, σχημάτιζε τετράγωνο.

Το μεγαλύτερο όμως βεληνεκές των νέων τυφεκίων εξασφάλιζε στο πεζικό σχετική επιβιωσιμότητα, ακόμα και σε σχηματισμό γραμμής, εφόσον βέβαια, διατηρούσε την ψυχραιμία του και είχε εξασφαλισμένα πλευρά.

Φωτισμένοι αξιωματικοί μελέτησαν τα διδάγματα των πολέμων της περιόδου (Κριμαϊκός, Ιταλικής Ανεξαρτησίας) και ενσωμάτωσαν τα συμπεράσματά τους στο νέο εγχειρίδιο εκστρατείας του πεζικού. Κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού πεζικού ήταν και είναι η ορμητικότητα κατά την επίθεση και το πείσμα κατά την άμυνα.

Πάνω στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Έλληνα πεζού οικοδομήθηκε το δόγμα χρήσης του πεζικού. Ως φυσική κατάληξη μίας σύγκρουσης πεζικού εθεωρείτο η εξόρμηση με τη λόγχη και η ανατροπή του εχθρού με τη χρήση της.

Το πυροβολικό, λόγω της περιορισμένης ικανότητας ανύψωσης των πυροβόλων της εποχής, τασσόταν υποχρεωτικά μπροστά από το μέτωπο του πεζικού, ή σε υπερυψωμένα σημεία. Κύρια αποστολή του ήταν η πρόκληση απωλειών στο αντίπαλο πεζικό και ιππικό. Οι αποστολές αντιπυροβολικού θεωρούντο δευτερεύουσας σημασίας.

Ο ρόλος του ιππικού τέλος και λόγω της εξέλιξης στον οπλισμό του πεζικού και λόγω της ορεινής διαμόρφωσης του ελληνικού εδάφους, υποβαθμίστηκε. Κύρια αποστολή του ιππικού ήταν η εκτέλεση αναγνωρίσεων προς συλλογή πληροφοριών και η καταδίωξη του ηττημένου εχθρικού στρατού. Η χρησιμότητά του, ως όπλου κρούσης, είχε και λόγω της μικρής του δύναμης (400 μόλις άνδρες, το 1863) περιοριστεί.

Η περίοδος της βασιλείας του Όθωνα ήταν εξαιρετικά ταραχώδης. Θα μπορούσε πάντως να χαρακτηριστεί και ως μεταβατική περίοδος για τον Ελληνικό Στρατό. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες την περίοδο αυτή τέθηκαν, σε οργανωτικό κυρίως επίπεδο, τα θεμέλια για τη συγκρότηση ισχυρού στρατού.

Η οικονομική καχεξία, η λανθασμένη νοοτροπία των ανακτόρων, των πολιτικών ανδρών, αλλά και πολλών στρατιωτικών, δεν συνέβαλλαν στη δημιουργία αξιόμαχου στρατού. Η βασιλεία εξάλλου του Όθωνα δοκιμάστηκε από 28 κινήματα και εξεγέρσεις.

Κατά τη διάρκειά τους πολλές φορές μονάδες του στρατού βρέθηκαν αντιμέτωπες μεταξύ τους ή αντιμέτωπες με ενόπλους πολίτες και ληστές. Σε όχι λίγες περιπτώσεις χύθηκε αδελφικό αίμα ενώ δεν έλειψαν και τραγελαφικά συμβάντα, όπως η στάση του 8ου Τάγματος Οροφυλακής το 1847, το οποίο, καταδιωκόμενο από πιστά στον θρόνο στρατεύματα, κατέφυγε στο τουρκοκρατούμενο έδαφος! Ύστερα από αυτό, το τάγμα διεγράφη από τη δύναμη του Ελληνικού Στρατού.

Ακόμα και γεγονότα όπως αυτό πάντως, θα πρέπει να χρεωθούν ως “παιδικές ασθένειες” στον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος πέρα από τις αντιξοότητες συνέχισε να ενδυναμώνετε.

Πεζικό της οθωνικής περιόδου. Διακρίνονται από δεξιά: κατώτερος αξιωματικός, επίλεκτος, γρεναδιέρος, ακροβολιστής οπλισμένος με ραβδωτό εμπροσθογεμές τυφέκιο και μουσκετοφόρος οπλίτης.

Ελαφρύ πεζικό της περιόδου. Οι άνδρες φέρουν παραδοσιακές ευζωνικές στολές.

Λογχοφόροι Έλληνες ιππείς. Φέρουν πολωνικού τύπου στολή με πηλήκιο τύπου Τσάπκα.

Αξιωματικός, πυροβολητής και ζευγίτης του πυροβολικού.