
Το παρόν κείμενον αποτελεί μέρος της πρωτότυπης επιστημονικής εργασίας του υπό τον τίτλον «Η θέσμισις της Προστασίας εν Ελλάδι και ο ρόλος του Αγγλικού Κόμματος, με συνεκτίμησιν της Γεωπολιτικής των Θαλασσίων Δυνάμεων στο υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου: Συνδυαστική Νεο-Μαρξιστική, Ρεαλιστική και Γεωπολιτική Ανάλυσις», η οποία εδημοσιεύθη προ τετραετίας στο επιστημονικό περιοδικό «Civitas Gentium» (τόμος 5, τεύχος 4, 2017, σσ. 73-82). Η εν λόγω εργασία του αποτελούσε ανεπτυγμένη μορφή της ομώνυμης ομιλίας του Δρος Ηλία Ηλιόπουλου, τότε Καθηγητού της Ναυτικής Σχολής Πολέμου (Σχολή Διοικήσεως-Επιτελών Πολεμικού Ναυτικού), στην Επιστημονική Ημερίδα της ΣΔΕΠΝ της 9/6/2011 με κεντρικό θέμα: «1821: Ιστορικές Προσωπικότητες – Κριτική Προσέγγιση».
Γράφει ο Ηλίας Ηλιόπουλος*
ΜΕΡΟΣ Α:
Η παρούσα ανάλυσις βασίζεται επί μιας κριτικής νεο-μαρξιστικής προσεγγίσεως, εμπλουτισμένης με στοιχεία της Θεωρίας του Κλασσικού Πολιτικού Ρεαλισμού και του Δομικού Ρεαλισμού/Νεο-Ρεαλισμού καθώς επίσης και με τα θεωρήματα της Κλασσικής Αγγλοσαξονικής Γεωπολιτικής Σχολής περί ανταγωνισμού ισχύος Χερσαίων/Ηπειρωτικών Δυνάμεων, αφ’ ενός, και Θαλασσίων Δυνάμεων, αφ’ ετέρου. Ο όρος «Προστασία» έχει διττήν έννοια, ήτοι:
- αφ’ ενός μεν της ζεύξεως του αρτισυστάτου θαλασσίου και παρακτίου κράτους της Νοτίου Ελλάδος στο άρμα των ούτω καλουμένων Προστατίδων Δυνάμεων – Μ. Βρεταννίας, Γαλλίας και Ρωσσίας (ιδιαίτατα δε της πρώτης, ως Ηγεμονευούσης Μεσογειακής και Παγκοσμίου Ναυτικής Δυνάμεως),
- αφ’ ετέρου δε της δομικής, διαρκούς εξαρτήσεως του ελληνικού εθνοκρατικού κοινωνικού σχηματισμού από την καπιταλιστική ιμπεριαλιστική μητρόπολη, ως τμήματος της Περιφερείας της τελευταίας.
Η ανάλυσις εκκινεί από της συλλογιστικής αφετηρίας ότι η περί ης ο λόγος εξάρτησις του ελληνικού κράτους δεν ανέκυψε ως άμεση, φυσιολογική, απόρροια της διαδράσεως της ελλιπούς ενδογενούς σωρεύσεως κεφαλαίου εν Ελλάδι και της επιρροής του μητροπολιτικού καπιταλισμού. Τουναντίον, οι βάσεις της Προστασίας ετέθησαν ήδη διαρκούσης της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως. Εν προκειμένω, κρίσιμος υπήρξεν ο ρόλος εκείνου του συμμαχικού ταξικού σχηματισμού, του συγκειμένου εκ Κοτζαμπάσηδων, Κομπραδόρων και Φαναριωτών, που επρόκειτο να εγκαθιδρύσει την κοινωνική ηγεμονία του στο υπό συγκρότησιν κράτος.
Σημειωτέον ότι το οσμανικόν σύστημα είναι τιμαριωτικόν, κατ’ αντιδιαστολήν προς το φεουδαρχικόν της Δύσεως – ο Κάρολος Μαρξ ομιλεί περί «ασιατικού τρόπου παραγωγής» (Marx, Karl, Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie, Rohentwurf, Berlin, DDR [Βερολίνο, Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία], 1974, σσ. 375-413).
Είναι επίσης δεσποτικόν, ποιοτικώς διάφορον του δυτικού απολυταρχικού συστήματος – όθεν και η παρατήρηση των Καρόλου Μαρξ και Φρειδερίκου Ένγκελς περί του οσμανικού συστήματος ως «ανατολικής δεσποτείας» (orientalische Despotie) αλλά και η σχετική απόφανση του ιστορικού Νίκου Ψυρούκη περί οθωμανικής ληστρικής στρατιωτικής φεουδαρχίας (όρα συναφώς Ψυρούκη, Νίκου, Ιστορικός Χώρος και Ελλάδα, Λευκωσία, 1993, επανέκδοση).
Καθ’ όσον αφορά, ειδικώτερα, στον ρόλο των Φαναριωτών, «το Φαναριώτικο στοιχείο ήταν απόλυτα ενσωματωμένο στις δομές του (οσμανικού) συστήματος» (Φίλια, Βασίλη Ι., Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα: 1. Η νόθα αστικοποίηση 1800-1864, Gutenberg – Αθήνα, 1991, σ. 32). Στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος, ο ρόλος του στρώματος των Φαναριωτών είναι «παρασιτικός, υποβοηθητικός και εξαρτηματικός» (ένθα ανωτέρω, σ. 38) – τούτο δε, σημειωτέον, δεν μεταβάλλεται προϊούσης της Τουρκοκρατίας.
Η ευρέως διαδεδομένη δοξασία περί υπάρξεως μιας δήθεν αυθεντικής ου μην αλλά και ανθηράς ελληνικής αστικής τάξεως – της οποίας ως κύριος εκφραστής στο θεσμικό/πολιτικό εποικοδόμημα φέρεται μάλιστα το «Αγγλικόν Κόμμα» (και ο πολύς Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος) – ανάγεται σε εσφαλμένη ανάγνωση της οσμανικής ιστορίας, κοινωνιολογίας και πολιτειολογίας και, συνακολούθως, σε μιαν εξέταση της ιστορίας της ελληνικής εθνότητος, αποκεκομμένης από την περιέχουσα κοινωνική δομή και τις λειτουργικές επιπτώσεις, τις οποίες συνεπάγεται η εξάρτηση εξ αυτής της δομής.
Αναντιλέκτως, η σταδιακή και μερική υπαγωγή του οσμανικού – και συνακολούθως και του ελληνικού – Χώρου στην περιφέρεια του ευρωπαϊκού καπιταλισμού οδήγησε στην ανάδυση ενός ταξικού μορφώματος ευπόρων Ελλήνων εμπόρων και εφοπλιστών, οι οποίοι σώρευσαν κεφάλαιο στο πλαίσιο των ευρω-οσμανικών συναλλαγών. Εν τούτοις, εξ αιτίας α) της φύσεως του οσμανικού τιμαριωτικού συστήματος, β) του τυπικού για την Ανατολή προ-αστικού προσανατολισμού των Ελλήνων εμπόρων και μεταπρατών αλλά και γ) της γεωγραφίας του Ελληνικού Μητροπολιτικού Ιστορικού Χώρου (γεωγραφίας ευνοούσης τον κατακερματισμό και αναστελλούσης την δημιουργία ενιαίας εσωτερικής αγοράς) απουσίαζαν οι αντικειμενικές συνθήκες μετατροπής του πρωτογενώς σωρευομένου κεφαλαίου σε βιομηχανικό κεφάλαιο, με το πρώτο παραμένον, συνεπώς, εμπορευματικό και μεταπρατικό.
Λαμβανομένου υπ’ όψιν, όμως, ότι ο Μαρξ ορίζει την εμφάνιση μιας εσωτερικής αγοράς (Binnemarkt) ως ουσιώδη προϋπόθεσιν μιας πρωτογενούς σωρεύσεως κεφαλαίου και, κατ’ ακολουθίαν, εκβιομηχανίσεως (όρα Marx, Karl, „Das Kapital“, Bd. 1, εις: Marx–Engels–Werke, Bd. 23, Berlin, DDR, 1972, σσ. 773-777, καθώς επίσης Marx, Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie, σ. 411), η απουσία μιας εκτεταμένης και συνεχούς εσωτερικής αγοράς εν Ελλάδι ευθέως συνηρτάτο προς τις κρατούσες συνθήκες στην ύπαιθρο χώρα, οι οποίες ήσαν μεν προκαπιταλιστικές, πλην όχι φεουδαρχικές, υπό την έννοιαν που έχει ο όρος στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα. Προσέτι, σε γενικές γραμμές, ο αγροτικός τομέας (όπου απησχολείτο η συντριπτική πλειονότης των Ελλήνων) αποτελούσε, προεπαναστατικώς, ένα σχεδόν αυτάρκη οικονομικό Χώρο. Δικαίως, επομένως, απεφάνθη η κοινωνιολογική μελέτη, επί τη βάσει και της ιστορικής ερεύνης, ότι «χωρίς επαρκή θεμελίωση υποστηρίχθηκε ότι στις αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έχει γεννηθεί μία πολυάριθμη τάξη Ελλήνων, οι οποίοι όχι μόνον αποζούν από το εμπόριο, αλλά και έχουν αποκτήσει τέτοιαν αποφασιστική σημασία ως κοινωνική ομάδα, ώστε η περαιτέρω ανάπτυξή τους να είναι αδύνατη χωρίς την ανατροπή των υφισταμένων δομών [της οθωμανικής εξουσίας]».(Φίλιας, όρ. ανωτ., σ. 45).
Κοινωνικοπολιτικός φορέας της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως υπήρξε η συμμαχία του αγροτικού πληθυσμού, της ευρείας μάζας των μικροκαλλιεργητών, με την πλειονότητα των μικροαστών (μικροβιοτεχνών, τεχνιτών) και τα – σαφώς ολιγώτερα αριθμητικώς, πλην όμως δραστήρια – πεφωτισμένα αστικά εθνικιστικά στοιχεία (όπως αυτά εκφράζονται διά της Φιλικής Εταιρείας). Ιδίως η αγροτική τάξη, αποτελούσα και την καταφανώς τεραστία πλειονότητα του ελληνικού λαού – συγκειμένη από τους μικροϊδιοκτήτες των τύποις κρατικών/σουλτανικών γαιών, τους καλλιεργητές τσιφλικιών επί μισθώσει και τους καλλιεργητές βακουφικών/εκκλησιαστικών γαιών επί μισθώσει – έπασχε δεινώς λόγω της υπερφορολογήσεως, στην οποία προέβαιναν οι Οθωμανοί (κεντρική διοίκησις και τοπικοί σατράπες) αλλά και οι μετ’ αυτών συνεργαζόμενοι χριστιανοί προύχοντες και προεστώτες, οι οποίοι και είχαν αποκτήσει de facto, καίτοι όχι de jure, μεγάλη έγγειο ιδιοκτησία (κοτζαμπάσηδες). Ευλόγως, επομένως, οι αγρότες προσδοκούσαν αναδασμό της γης και τερματισμό της κοινωνικής εξαθλιώσεως, στην οποίαν θεωρούσαν εαυτούς καταδικασθέντας από γενεάς εις γενεάν.
Εν τούτοις, για λόγους που έχουν επαρκώς εξηγηθεί στην επιστημονική βιβλιογραφία, εκ της επαναστάσεως εξήλθε ως νικήτρια κοινωνική ομάδα μία άλλη ηγεμονική συμμαχία (άλλως πως: κοινωνική ολιγαρχία) συναπαρτιζομένη από:
– την τάξη των κοτζαμπάσηδων (μία συγκριτικώς ολιγάριθμη μεν τάξη, πλην όμως πλούσια και διαθέτουσα πλείστα όσα προνόμια),
– την διοικητική γραφειοκρατία (απαρτιζομένη κυρίως εκ λογίων Φαναριωτών, υψηλοβάθμων υπαλλήλων του Διβανίου και ασκούντων καθήκοντα τοπαρχών σε μη ελληνικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας) και
– μία (ολιγάριθμη μεν και όχι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένη ως τάξη, πλην όμως ισχυρά) ομάδα πλουσίων εμπόρων και εφοπλιστών, τινές των οποίων ήσαν εγκατεστημένοι εντός του Μητροπολιτικού Ελληνικού Ιστορικού Χώρου (κατ’ εξοχήν στην Ύδρα), άλλοι όμως είχαν τα συμφέροντά των στις παρυφές ή και εκτός οθωμανικής επικρατείας.
Η ελληνική «ολιγαρχία» οφείλει να γίνει αντιληπτή ολιγώτερον ως μία άρχουσα «τάξις», υπό την αυθεντική έννοια του όρου, και μάλλον ως ηγεμονικό ταξικό-κοινωνικό μόρφωμα, μία Ηγεμονική Συμμαχία (Herrschaftsbündnis) επιμέρους προνομιούχων τάξεων ή ταξικών σχηματισμών. Συναφώς, μόνον εν μέρει και καταχρηστικώς δύναται να γίνεται λόγος περί αστικής τάξεως. Απ’ εναντίας, στην ελληνική περίπτωση έχομε μάλλον ένα πολιτικό συνασπισμό συμφερόντων, απαρτιζόμενον από τους κομπραδόρους, τους κοτζαμπάσηδες και την φαναριωτική, κυρίως, ιθύνουσα γραφειοκρατική ελίτ (η οποία θα διευρυνθεί εν συνεχεία με το «αιρετό» πολιτικό προσωπικό του ελλαδικού κρατικού σχηματισμού).
Η ενδοσυστημική επικράτηση αυτού του ηγεμονικού ταξικού σχηματισμού σαφώς ευνοήθηκε, τα μέγιστα, από την μεταβληθείσα γραμμή πλεύσεως της αγγλικής πολιτικής επί του Ανατολικού Ζητήματος – και, εν προκειμένω, επί του Ελληνικού Ζητήματος – κατόπιν των στρατιωτικών τετελεσμένων των δύο πρώτων ετών της Επαναστάσεως – και συνεπεία τούτων. Εδώ επενήργησε η περιλάλητη «νομιμοποιός δύναμις του τετελεσμένου» (Die normative Kraft des Faktischen) σε συνάρτηση προς μείζονος σημασίας γεωστρατηγικές αναγκαιότητες της ηγεμονευούσης Ναυτικής Δυνάμεως, της Μ. Βρεταννίας (όρα συναφώς Ηλιόπουλου, Ηλία, «Η θέσμισις της Προστασίας εν Ελλάδι και ο ρόλος του Αγγλικού Κόμματος, με συνεκτίμησιν της Γεωπολιτικής των Θαλασσίων Δυνάμεων στο υποσύστημα της Ανατολικής Μεσογείου: Συνδυαστική Νεο-Μαρξιστική, Ρεαλιστική και Γεωπολιτική Ανάλυσις», εις Civitas Gentium, τόμος 5, τεύχος 4, 2017, σσ. 73-82).
Εξηγώ: «Η Ελλάς κατέχει κρισιμώτατη γεωστρατηγική θέση επί του Rimland (για να ομιλήσουμε με όρους της κλασσικής Αγγλοσαξονικής Γεωπολιτικής Σχολής) ήτοι της Περιμετρικής Ζώνης, της Δακτυλίου Γης πέριξ της συμπαγούς χερσαίας ευρασιατικής μάζας – και δη στον γεωστρατηγικώς σπουδαιότατο χώρο των Στενών των Δαρδανελλίων, του Ελληνικού Αρχιπελάγους και της Χερσονήσου του Αίμου, του οποίου χώρου η μείζων γεωστρατηγική λειτουργία είναι και οφείλει πάντοτε να είναι, από την σκοπιά των Αγγλοσαξονικών Ναυτικών Δυνάμεων, η σταθερά και διαρκής ανάσχεση της πιθανής εξόδου/καθόδου της Μείζονος Χερσαίας Ευρασιατικής Δυνάμεως, της Ρωσσίας, προς τις θερμές θάλασσες, προς Νότον» (Ηλιόπουλος, αυτόθι). «Ρουβίκωνα της Ρωσσίας» χαρακτήρισε τα Στενά ο Βρεταννός Υπουργός των Ναυτικών, επί Κριμαϊκού Πολέμου, Λόρδος Graham.
Υπενθυμίζεται ότι, μετά την δεύτερη και τελική ήττα του Ναπολέοντος στο Βατερλώ (1815) και, κατ’ ακολουθίαν, την αποσόβηση του θανασίμου για την ιδία κινδύνου εμφανίσεως ενός γεωπολιτικώς ενοποιημένου ευρωπαϊκού ηπειρωτικού Χώρου υπό γαλλικήν ηγεμονία, η Μεγάλη Βρεταννία αφιέρωσε πλέον την προσοχή της, κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αι., στην αντιμετώπιση του νέου ανερχομένου μείζονος γεωπολιτικού αντιπάλου, της Ηπειρωτικής/Ευρασιατικής Δυνάμεως Ρωσσίας (όρα Ηλιόπουλου, Ηλία, Ιστορία, Γεωγραφία και Στρατηγική της Ναυτικής Ισχύος. Εισαγωγή στις θεμελιώδεις έννοιες, Αθήναι: Λιβάνης, 2010, σσ. 47 και εξής), προκειμένου να αποτρέψει την πιθανή κάθοδο της Ρωσσίας στα Στενά και την συνακόλουθη έξοδό της στο Αιγαίο και στην Μεσόγειο, γεγονός το οποίο θα συνεπήγετο την ανάδειξη της Μείζονος Χερσαίας Δυνάμεως και σε Ναυτική Δύναμη, με κρίσιμες συνέπειες για την θέση της Αγγλίας ως Κυριάρχου των Θαλασσών και, άρα, Ηγεμονευούσης Δυνάμεως του διεθνούς συστήματος (Ηλιόπουλος, αυτόθι).
Εξ ου και «η (όντως εντυπωσιακή) επιμονή του Λονδίνου στο δόγμα της διαφυλάξεως της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αντί παντός τιμήματος για τους χριστιανικούς λαούς της Αυτοκρατορίας, κατά τον Edgar Hoesch» (όρα Hösch, Edgar, Geschichte der Balkanländer; Von der Frühzeit bis zur Gegenwart, München, 1988, σσ. 114 κ. εξ., και Ηλιόπουλο, 2010, σ. 48), η συνακόλουθη «πολιτικοδιπλωματική (και, όταν παρίστατο ανάγκη, στρατιωτική) υποστήριξη προς την Υψηλή Πύλη αλλά και το ισχυρό ενδιαφέρον του Λονδίνου για την διενέργεια θεσμικών μεταρρυθμίσεων και για το εγχείρημα «εξευρωπαϊσμού» ή «εκδυτικισμού» του Οθωμανικού Κράτους καθ’ όλην την διάρκεια του 19ου αιώνος» (Ηλιόπουλος, ένθ. ανωτ.). Η μεθόδευση και επιβολή των «Μεταρρυθμίσεων» (του «Τανζιμάτ») στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, από το 1839 ως το 1877, εγένετο αντιληπτή από τους Βρεταννούς ιθύνοντες ως το καλύτερο μέσον προς διασφάλισιν της οθωμανικής κρατικής συνοχής και σταθερότητος και, κατ’ επέκτασιν, της αποφυγής εθνοπολιτικού διαμελισμού της χειμαζομένης Αυτοκρατορίας μεταξύ των «αφυπνιζομένων» εθνών – Ελλήνων, Σέρβων, Βουλγάρων, Ρουμάνων, Αρμενίων κ.ο.κ. (αυτόθι).
Προσέτι, «η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδος αποκτά προστιθεμένη αξία, προϊόντος του 19ου αι., καθ’ όσον κείται επί των θαλασσίων οδών επικοινωνιών της Μεσογειακής και Παγκοσμίου Ναυτικής Δυνάμεως, και δη επί του υδατίνου εμπορευματικού διαύλου προς τις Ινδίες – το περιθρύλητον Διαμάντι του Βρεταννικού Στέμματος» (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.). Υπό το φως των προαναφερθεισών μειζόνων στρατηγικών επιταγών – σε συνδυασμό προς τα ανακύψαντα εν έτει 1821 και 1822 στρατιωτικά δεδομένα επί του εδάφους της Νοτίου Ελλάδος – κατέστη ταχέως απαγορευτική για την θαλασσοκράτειρα Δύναμη η συνέχιση μιας απολύτως εχθρικής πολιτικής έναντι των Ελλήνων επαναστατών.
Η Γηραιά Αλβιών «υπεχρεώθη να ανακρούσει πρύμναν, προκειμένου:
- να προλάβει ρωσσική επιρροή και διείσδυση στο αναδυόμενο κρατικό μόρφωμα
- να προσδώσει εις αυτό το υπό της ιδίας επιθυμητό πολιτικό πρόσημο
- και να προσδιορίσει το πλαίσιο και τα όρια ενεργείας του νέου εθνοκρατικού στρατηγικού δρώντος» (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.).
Εν προκειμένω, καθοριστικός απέβη ο ρόλος του λεγομένου Αγγλικού Κόμματος και – καθ’ ο μέτρον αποδεχόμεθα, κατά μήκος της συλλογιστικής του κορυφαίου Ελβετού ιστορικού Carl Christoph Jacob Burckhardt, ότι συγκεκριμένες προσωπικότητες ασκούν επίδραση στην διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι – μπορεί να υποστηριχθεί ότι μοιραίος υπήρξε ο ρόλος του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, αναφανδόν ταχθέντος υπέρ της προσδέσεως στο αγγλικό άρμα, «υπό την στίλβουσαν επιφάνειαν της ανάγκης του εξευρωπαϊσμού», κατά την φράση του Τάσου Λιγνάδη (Λιγνάδη, Τάσου, Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του νεοελληνικού κράτους 1821-1945. Πολιτική Διαμόρφωσις – Εθνική Γη – Δανειοδότησις, Αθήναι, 1975, σ. 23).
Ο Αλέξανδρος Νικολάου Μαυροκορδάτος, γεννηθείς εν έτει 1791 εν Κωνσταντινουπόλει, έλαβε εκπαίδευση προσήκουσα σε γόνον διακεκριμένης φαναριωτικής οικογενείας της εποχής. Μετά τις εν Ιταλία σπουδές του, διορίσθηκε, το 1812, σε αξίωμα της Ηγεμονίας της Βλαχίας, ηγεμονεύοντος του θείου του (Καρατζάς). Το 1818 ο Μαυροκορδάτος φεύγει εκ νέου προς Ιταλίαν, στην Πίζα. Συγκροτεί τον «Κύκλο της Πίζας» και αναμειγνύεται στην Φιλική Εταιρεία. Μετά την έκρηξη της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 φθάνει στο Μεσολόγγι, αποδυόμενος έκτοτε σε μιαν ακατάπαυστη και εργώδη προσπάθεια πολιτικής οργανώσεως της Επαναστάσεως και, συνάμα, προσδέσεως της ελληνικής υποθέσεως στα βρεταννικά συμφέροντα (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.).
Λόγιος, ευφυέστατος, πολυμήχανος, έμπειρος περί τα της κρατικής γραφειοκρατίας και προικισμένος με πανθομολογουμένη διπλωματική ικανότητα, ο Μαυροκορδάτος καθίσταται ταχέως πόλος έλξεως και συνάμα σημείον αναφοράς των κοινωνικών δυνάμεων, που θα αποτελέσουν την ηγεμονική ταξική συμμαχία του υπό σύστασιν ελληνικού κράτους. Μετ’ ου πολύ, εκλέγεται Πρόεδρος της 1ης εν Επιδαύρω Εθνοσυνελεύσεως και συνακολούθως επικεφαλής του Εκτελεστικού, ήτοι Πρόεδρος της Κυβερνήσεως. Διαπρύσιος θιασώτης του αγγλικού προσανατολισμού, θα έλθει σε οξεία σύγκρουση προς τους Υψηλάντες, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και, βεβαίως, τον Ιωάννη Καποδίστρια, υπέρ της ανατροπής του οποίου θα εργασθεί συστηματικώς. Μετέπειτα, επί βασιλείας Όθωνος, θα διατελέσει πολλάκις Υπουργός, Πρέσβυς, Αντιπρόεδρος της Βουλής, μετά την ούτω καλουμένη «Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843», και Πρωθυπουργός, θα συγκρουσθεί δε επανειλημμένως με τον Άνακτα, οσάκις ο τελευταίος θα αποπειραθεί να αποστεί της αγγλικής πολιτικής, στρεφόμενος προς την Ρωσσία. Ο Μαυροκορδάτος απεβίωσε στην Αίγινα το 1865 (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.).
Συνεπεία της προαναφερθείσης αγγλικής μεταστροφής – και «μολονότι ήταν η Ρωσσία του Τσάρου Νικολάου Α΄ η Δύναμις η οποία τροχιοδρόμησε την σειρά εκείνη των διπλωματικών και στρατιωτικών ενεργειών, που τελικώς οδήγησαν στην θετική (μερικώς έστω) έκβαση της Ελληνικής Επαναστάσεως» (Ηλιόπουλος, 2017, ένθ. ανωτ.) – κατά μίαν αξιοπερίεργη ειρωνεία της Ιστορίας, η στρατιωτική ανάμειξη των Τριών Δυνάμεων (Ναυμαχία Ναυαρίνου, Οκτώβριος 1827) έμελλε τελικώς να οδηγήσει σε ένα καθεστώς διαρκούς παρεμβατισμού (και στρατιωτικού) εκ μέρους των Δυτικών Δυνάμεων (Ηλιόπουλος, αυτόθι) – και εδώ εννοείται κυρίως η Μ. Βρεταννία, ενίοτε συνεπικουρουμένη και υπό της Γαλλίας – δοθέντος μάλιστα ότι, «μετά την εξόντωση του Καποδιστρίου, η Ρωσσία βαθμηδόν εξοστρακίσθηκε ως στρατηγικός δρων από τα ελληνικά πράγματα, ολοσχερώς δε μετά την ανατροπή του Όθωνος, το 1862» (αυτόθι). ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΟ “ΜΕΡΟΣ Β”