Α’ Παγκόσμιος: “Φαντάσματα”, “στοιχειωμένα” χαρακώματα, “Ιππότες”

Υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο; Υπάρχουν φαντάσματα; Τα ερωτήματα αυτά συνδεδεμένα με τα επέκεινα, ταλανίζουν τον άνθρωπο πιθανώς από την εμφάνισή του στη Γη. Για πολλούς από τους στρατιώτες όμως που πολεμούσαν χαμένοι στη δίνη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν όλα ξεκάθαρα.

Στρατιώτες με τα νεύρα τελείως σπασμένα από την ένταση, την πείνα, την υγρασία, τους αντίπαλους ελεύθερους σκοπευτές, τους φοβερούς πολυήμερους βομβαρδισμούς του εχθρικού πυροβολικού, ήταν σε θέση να δουν οτιδήποτε…

Οι στρατιώτες όμως πολλές φορές έβλεπαν και φαντάσματα νεκρών τους συναδέλφων να κάθονται δίπλα τους στα χαρακώματα ή να τους ακολουθούν στην επίθεση. Ένας Καναδός στρατιώτης, ο Γουίλιαμ Μπερντ, κοιμόταν σε ένα αμπρί όταν τον ξύπνησε ο αδερφός του Στιβ. Το θέμα είναι όμως ότι ο Στιβ είχε σκοτωθεί δύο χρόνια πριν στις αρχές του Α’ ΠΠ. Ο Στιβ του είπε να φύγει αμέσως από εκεί. Ο Γουίλιαμ άκουσε το «φάντασμα» και απομακρύνθηκε ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά μια γερμανική οβίδα κονιορτοποιήσει το αμπρί…

Ο στρατιώτης Γουάλας Ριντ πολεμούσε στον Σομ το 1916. Μια γερμανική οβίδα έπληξε το καταφύγιό του και τον έθαψε ζωντανό. Ο Ριντ κατάφερε να ελευθερωθεί. Βρισκόταν ανάμεσα σε πτώματα μέσα σε μια απόκοσμη ησυχία, όπως ανέφερε αργότερα σε επιστολή του. Ξαφνικά είδε κάτι, κάτι «αόρατο», «άυλο», αλλά κάτι υπαρκτό που τον πλησίασε, στάθηκε για λίγο κοντά του και εξαφανίστηκε.

Ο Καναδός στρατιώτης Γκλεν Άιραϊαμ έγραψε: «Νιώθεις τον παλμό των χιλιάδων νεκρών με τα λευκά χέρια να πετάγονται μέσα από τη λάσπη, εδώ και εκεί σα να σε γνωρίζουν. Νιώθεις την παρουσία από κάτι που δεν είναι του κόσμου αυτού».

Ο τραυματίας Έιμος Μαίζε έγραψε μετά τον τραυματισμό του: «Φαίνεται παράξενο να έχει κανείς προόραση αυτών που πολύ συχνά συμβαίνουν. Το βράδυ που πληγώθηκα, είχα ένα μόνιμο προαίσθημα ότι κάτι θα συμβεί». Τέτοιες διηγήσεις ήταν πολύ συχνές στο μέτωπο, στα σύνορα δηλαδή μεταξύ ζωής και θανάτου.

Βέβαια οι ψευδαισθήσεις των στρατιωτών θα μπορούσαν να οφείλονται και στην μόνιμη σχεδόν αϋπνία που τους βασάνιζε όταν ήταν σε υπηρεσία στην πρώτη γραμμή, σε συνδυασμό με την ταλαιπωρία, τα χιλιάδες πτώματα εχθρών, συγγενών και φίλων που σάπιζαν μπροστά στα μάτια τους, με τη μυρωδιά της αποσύνθεσης να τους κατακλύζει.

Οι μάχες στο Δυτικό Μέτωπο ήταν από τις φρικτότερες και αιματηρότερες που έχει καταγράψει η ιστορία. Ακόμα όμως και η καθημερινή ζωή στα χαρακώματα ήταν εξίσου φρικτή. Όχι τυχαία, με την απειλή του θανάτου να κρέμεται από πάνω τους, πολλοί άνδρες έγιναν θρησκόληπτοι ή δεισιδαίμονες με το υπερφυσικό, μεταφυσικό ή παραφυσικό στοιχείο– όπως θέλει έκαστος – να κυριαρχεί.

Μια από τις διασημότερες ιστορίες που κυκλοφόρησε εκείνη την εποχή είχε σχέση με τη μάχη της Μονς τον Αύγουστο του 1914. Εκεί το μικρό βρετανικό εκστρατευτικό σώμα αντιμετώπισε τις γερμανικές στρατιές.

Αμέσως ένας στρατός ιπποτών και τοξοτών φαντασμάτων του Μεσαίωνα και του Εκατονταετούς Πολέμου, επενέβησαν υπέρ των Βρετανών απογόνων τους και κράτησαν τους Γερμανούς, δίνοντάς τους χρόνο να υποχωρήσουν. Η ιστορία διαδόθηκε γρήγορα και η δόξα του Αζινκούρτ του 1415 ενώθηκε με τη δόξα της Μονς του 1914 στις σελίδες των βρετανικών εφημερίδων που παρουσίασαν το θέμα ως… πραγματικό.

Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή της πάντως δεν ήταν φαντάσματα που προστάτεψαν τους Βρετανούς αλλά άγγελοι, καθώς ένας στρατιώτης είχε επικαλεστεί τη βοήθεια του Αγίου Γεωργίου, του προστάτη αγίου της Αγγλίας.

Ακόμα χειρότερα μέσα στην φρίκη των χαρακωμάτων κυκλοφόρησαν ιστορίες για αποκρουστικά νεκροφάγα πλάσματα που ενέδρευαν μέσα στη λάσπη, στα εγκαταλειμμένα χαρακώματα και στη νεκρή ζώνη ανάμεσα στους αντίπαλους στρατούς.

Στις ιστορίες αυτές όμως ίσως υπάρχει μια δόση αλήθεια καθώς πολλοί πολίτες ή και λιποτάκτες μερικές φορές προσπαθούσαν να αρπάξουν ότι ήταν χρήσιμο από τους σκοτωμένους, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις που στρατιώτες που είχαν παραφρονήσει κατέφυγαν στον κανιβαλισμό.

Πολλοί όμως εκ των στρατιωτών ήταν σίγουροι πως υπήρχε κάτι…